Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η Παναγία η Δεξιά

Η Παναγία Δεξιά στη συνείδηση των Θεσσαλονικέων είναι η Μάνα Παναγιά, μεσίτρια και διασώζουσα, φωτοδόχος λαμπάδα. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1956, στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Υπατίου.

Στο ναό του Αγίου Υπατίου, άγνωστο το πώς και το πότε, προσφέρθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, πιστό αντίγραφο της ομώνυμης εικόνας του Κύκκου της Κύπρου,  την οποία, η παράδοση θέλει,  να την αγιογραφήσει ο Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς. 

Η προφορική παράδοση θέλει η εικόνα να μεταφέρεται από έναν μοναχό ή ορφανό πατρός νέο, ο οποίος ύστερα από όνειρο να την τοποθετεί σε ναό δεξιά, όπως εισέρχεται κανείς στην πόλη της Θεσσαλονίκης, από τη θύρα των ανατολικών τειχών.  Έτσι, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η Εικόνα ονομάστηκε Παναγία Δεξιά. Άλλη παράδοση λέει πως η ονομασία «Δεξιά» οφείλεται στο ότι η Θεοτόκος εικονίζεται Δεξιοκρατούσα, φέρει δηλαδή τον Ιησού στο δεξί της χέρι, ενώ η πιο συνηθισμένη αγιογράφησή της είναι να φέρει το θείο Βρέφος στο αριστερό της χέρι. Σύμφωνα πάλι με μια τρίτη εκδοχή, η Θεοτόκος ως κατ’ εξοχήν μεσίτρια, είναι Εκείνη που δέχεται τις ικεσίες και τις παρακλήσεις όλων μας, είναι δηλαδή Παναγία Δέξα.   

Ο ιερός ναός της Παναγίας Δεξιάς στη Θεσσαλονίκη, πανηγυρίζει, στις 21 Νοεμβρίου, την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. 

Παναγία Αχειροποίητος 

Η εκκλησία της Παναγίας της Αχειροποίητου χτίστηκε κατά τον 5ομΧ αιώνα. Είναι η μόνη εκκλησία στη Θεσσαλονίκη η οποία είναι βασιλικού ρυθμού, η οποία αν και χτισμένη την πρώιμη χριστιανική εποχή, παραμένει άθικτη. Οι μαρμάρινοι στύλοι είναι διακοσμημένοι με περίτεχνα φύλλα ακάνθου τα οποία κάνουν αντίθεση με το ψηφιδωτό μωσαϊκό, που απεικονίζει μικρούς χρυσούς σταυρούς, περίτεχνα μοτίβα με λουλούδια, την άμπελο και διάσπαρτα πουλιά. 

Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα που απεικονίζουν τους 40 μάρτυρες είναι καλά διατηρημένες παρόλο που τμήμα τους καταστράφηκε όταν η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί τον 15ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.  

Χτίστηκε στα ερείπια ενός προγενέστερου ρωμαϊκού λουτρού (βαλανείο), ενώ παλαιότεροι συγγραφείς και περιηγητές πίστευαν ότι στη θέση του βρισκόταν στην αρχαιότητα ναός της Θερμαίας Αφροδίτης. 

Ο αρχαίος ναός χτίστηκε μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το 431 και ανακηρύχθηκε Μαρία, η Μητέρα των Θεών. Αυτό τον καθιστά, ως έναν από τους παλαιότερους ναούς του Ανατολικού Χριστιανισμού, με συνεχή λειτουργία και αποτελεί, χαρακτηριστικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής ναοδομίας. Το 1988 εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. 

Μέχρι το 14ο αιώνα το μνημείο αναφέρεται ως «ναός της Παναγίας Θεοτόκου» και μάλιστα ως ο «μεγάλος ναός της Θεοτόκου», ενώ η επωνυμία Αχειροποίητος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο έγγραφο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’, με το οποίο δωρίζονταν σπίτια της περιοχής στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Το 1345, σφαγιάστηκαν στο εσωτερικό του ναού Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης. 

Μέχρι τον 14ο και 15ο αιώνα η λιτανευτική πομπή την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου περνούσε από το ναό της Αχειροποιήτου, καθώς η λατρεία του πολιούχου της πόλης ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία της Παναγίας. 

Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430, η Αχειροποίητος ήταν ο πρώτος ναός της πόλης που μετατράπηκε σε τζαμί, από τον ίδιο το σουλτάνο, Μουράτ Β’, o οποίος τέλεσε ευχαριστία στο εσωτερικό του ναού για τη νίκη του. στον όγδοο από ανατολικά κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας υπάρχει επιγραφή του σουλτάνου που γράφτηκε στα τούρκικα. Καθ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε το κυριότερο τζαμί της πόλης, υπό την ονομασία Εσκί Τζουμά τζαμί (δηλαδή τζαμί της παλιάς προσευχής της Παρασκευής), με συνέπεια οι Έλληνες να αποκαλούν για αιώνες το ναό με το όνομα της Αγίας Παρασκευής. 

Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου Πολέμου η Αχειροποίητος στέγασε οικογένειες προσφύγων και μάλιστα το 1919 το εσωτερικό της φωτογραφήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Φρεντερίκ Μπουασονά ως καταυλισμός προσφύγων. Τελικά, ο ναός αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία το 1930, μετά από πολλές επισκευές και συντηρήσεις. Βρίσκεται επί της οδού Αγίας Σοφίας, στην πλατεία Μακεδονομάχων και η ονομασία του οφείλεται στην «αχειροποίητη» λατρευτική εικόνα της Παναγιάς Δεομένης που βρισκόταν στο ναό, που πιστεύεται ότι την ζωγράφισαν άγγελοι. Τα ψηφιδωτά χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα και πιστοποιούν την ύπαρξη σημαντικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή.  

Ολόσωμες μορφές πάνω από τους κίονες εναλλάσσονται με προτομές μαρτύρων στην επιφάνεια του τοίχου πάνω από την κορυφή κάθε τόξου. Όλοι εικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και κρατούν το σταυρό στο δεξί τους χέρι, σύμβολα του μαρτυρικού τους θανάτου. Οι τοιχογραφίες κτυπήθηκαν με σφυρί από τους Τούρκους για να καλυφθούν με σοβά όταν η ναός μετατράπηκε σε τζαμί και παρά την ζημία που υπέστησαν είναι καλά διατηρημένες . 

Αγία Σοφία (Θεσσαλονίκη) 

Η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκη, είναι μία από τις παλαιότερες εκκλησίες της πόλης, η οποία έχει παραμείνει ακέραια μέσα στο βάθος του χρόνου και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Xτίστηκε τον 8ο αιώνα στη θέση μιας μεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που καταστράφηκε, πιθανόν από σεισμό, στις αρχές του 7ου αιώνα. 

Το 1204, όταν με την Δ’ Σταυροφορία κυριεύθηκε η πόλη από τους σταυροφόρους, η Αγία Σοφία μετατράπηκε στον καθολικό καθεδρικό ναό της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός της πόλης από το 1246, όταν η Θεσσαλονίκη επέστρεψε στα χέρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1523/24 οπότε και μετατράπηκε σε τζαμί από τους Τούρκους κατακτητές της πόλης. 

Ο ναός διακοσμήθηκε την περίοδο της Εικονομαχίας, με ανεικονικά ψηφιδωτά, παρόμοια με τον Ναό της Αγία Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη και στην Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Νίκαια, που σώζονται μέχρι σήμερα στην καμάρα του ιερού. Οι κίονες του κεντρικού κλίτους είναι τραβηγμένοι προς τα πλάγια, ώστε ο κεντρικός χώρος του ναού να έχει σχήμα ισοσκελούς σταυρού.  

Ο μεγάλος χρυσός σταυρός στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης αντικαταστάθηκε με το ψηφιδωτό της Θεοτόκου το 787-797 μετά την νίκη των Εικονολατρών. Την ίδια περίπου εποχή έγινε και το μωσαϊκό του τρούλου, που αναπαριστά την Ανάληψη του Ιησού με την επιγραφή από τις Πράξεις 1:11 “ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε βλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν”. όπου παρίστανται οι Δώδεκα Απόστολοι, η Παναγία και δύο άγγελοι. 

Ο ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από πυρκαγιά το 1890, όσο ήταν ακόμη τζαμί. Την αποκατάσταση των ζημιών, στη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκε το ψηφιδωτό του τρούλου, ανέλαβε ο βυζαντινολόγος Κάρολος Ντιλ, με οδηγίες του οποίου έγινε και η διακόσμηση των υπόλοιπων επιφανειών του ναού που διατηρείται μέχρι σήμερα. Πολύ σοβαρές ζημιές έγιναν και από το σεισμό του 1978, η αποκατάσταση των οποίων διήρκεσε περίπου είκοσι χρόνια. ενώ ο τρούλος αποκαταστάθηκε το 1980. 

Άγιος Δημήτριος (Θεσσαλονίκη) 

Ο Ι. Ναός του Αγίου Δημητρίου χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα (413), πάνω στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο, ο οποίος θεραπεύτηκε από ανίατη ασθένεια. Στο χώρο αυτό βρισκόταν το «στάδιο» όπου γίνονταν μονομαχικοί αγώνες. Σ’ αυτό το στάδιο μονομάχησε ο πιστός μαθητής του Αγίου Δημητρίου, Νέστορας, και κατατρόπωσε τον Λυαίο.  

Ολόκληρο το ισόγειο συγκρότημα του αρχαίου λουτρού, όπου ήταν φυλακισμένος ο Άγιος, διατηρήθηκε και διασκευάσθηκε σε κρύπτη του ναού, η οποία έγινε για αιώνες και παραμένει κέντρο λατρείας. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού είναι πεντάκλιτη βασιλική με εγκάρσιο (κάθετο) κλίτος, διπλά υπερώα (γυναικωνίτες) και μακρές διπλές κιονοστοιχίες. Στην πορεία του χρόνου υπέστη δύο φορές καταστροφή, σε μεγάλο μέρος, από πυρκαγιά τον 7ο αιώνα και τον Αύγουστο του 1917. Επίσης υπέστη πολλές καταστροφές και λεηλασίες κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το 904 και από τους Νορμανδούς το 1118. Το διάστημα 1493-1912 μετατράπηκε σε τζάμι από τους Τούρκους. 

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου ως μνημείο τέχνης αποτελεί ένα από τα πλέον υπέροχα χριστιανικά μνημεία της ελληνικής Ανατολής. Η αρχιτεκτονική του μας διέσωσε τον γνησιότερο τύπο της ελληνιστικής βασιλικής ή των δρομικών Ναών, με ξύλινη αμφικλινή στέγη. Η σημερινή της μορφή είναι του 7ου αι. και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησίες – μαρτύρια. Χωροταξικά τοποθετείται στο κέντρο της παλαιάς πόλεως, βορειοανατολικά της αρχαίας αγοράς. 

Στην τουρκοκρατία τα γλυπτά χρησιμοποιήθηκαν για την επίστρωση του δαπέδου του Ναού (που είχε ήδη μετατραπεί σε τζαμί), απομακρύνθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση του μιναρέ. Ό,τι υλικό βρέθηκε κατά τις εργασίες αναστήλωσης του Ι. Ναού μεταφέρθηκε στην Κρύπτη. Ο ζωγραφικός διάκοσμος της Βασιλικής, που συνίσταται από μωσαϊκά και τοιχογραφίες, καθιστά έτι επιβλητικότερο τον ναό, καθώς ο διάκοσμος αυτός αντιπροσωπεύεται από έργα διαφόρων περιόδων και φάσεων της βυζαντινής τέχνης. 

«Αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τον καιρό της κατασκευής της και έχει ταλαιπωρηθεί από τον χρόνο, σεισμούς, πυρκαγιές και αναστηλώσεις, διατηρεί τη γνησιότητα και το πνεύμα της μεγαλοφροσύνης που ξεχωρίζει την αρχιτεκτονική της εποχής, καθώς και την έξοχη και διαχρονική καλλιτεχνική αξία και αισθητική, όπως μπορούμε να κρίνουμε από όσα μέρη διασώθηκαν. Κατανοούμε λοιπόν τους λόγους διά τους οποίους η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου κυριαρχεί λειτουργικά και οπτικά επί σειρά αιώνων στη Θεσσαλονίκη, μιας, και υπήρξε όχι μόνο το κέντρο της τιμής του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου και προστάτη της πόλεως, αλλά και ο κατεξοχήν λατρευτικός χώρος της πρωτεύουσας της μακεδονικής γης, όπου η χριστιανική πίστη συνδέθηκε άμεσα και άρρηκτα με τις παραδόσεις και την ιστορία του Ορθόδοξου Ελληνικού Έθνους.» 

Άγιος Μηνάς (ναός στη Θεσσαλονίκη) 

Ο ναός του Αγίου Μηνά, υπήρχε τουλάχιστον από τις αρχές του 9ου αιώνα, όπως φαίνεται από τον Βίο του αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου. Αναφέρεται ως κτήτορας ένας μοναχός Ζαχαρίας. Μαρτυρίες Βυζαντινών κειμένων βεβαιώνουν την ύπαρξη και χρήση του ναού αυτού στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη ως την τουρκική κατάκτηση το 1492. Αλλά και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ο ναός εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τους χριστιανούς, καθώς ήταν ένας από τους 12 χριστιανικούς ναούς που παρέμειναν στη διάθεση των χριστιανών και δεν έγιναν τζαμιά.  

Ο ναός καταστράφηκε το 1687 κατά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τους Βενετούς, και δεύτερη φορά από πυρκαγιά περίπου 50 χρόνια αργότερα. Ξανακτίστηκε με συνδρομή του μεγάλου άρχοντα Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου και εγκαινιάστηκε στις 30 Ιουνίου 1806, για να καταστραφεί πάλι από πυρκαγιά το 1839. Ο ναός ξανακτίσθηκε (1852) και υπέστη ζημιές από νέες πυρκαγιές 40 χρόνια αργότερα. Κατά την περίοδο 1890-1912 ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Θεσσαλονίκης και σε αυτόν τελέστηκε η επίσημη δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης στις 26 Οκτωβρίου το 1912. 

Ο ναός του Αγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη, που ήταν πιθανώς και μοναστήρι κατά τους βυζαντινούς χρόνους, είναι ένα από τα ιστορικά κτίσματα της πόλης. Σε έγγραφο του 1885 αναφέρεται: «Η εν Θεσσαλονίκη εκκλησία του Αγίου Μηνά ήτις κατά την τουρκικήν ονομασίαν Γιανήκ Μοναστήρ πρέπει να ήτον και Μονή. Το κτήριον της εκκλησίας ήτον αριστούργημα, διότι επωνομάζετο Κιβωτός. Όλα τα τείχη της ήτον κεκοσμημένα από ζώα γεγλυμμένα και ανάγλυφα κατά ζεύγος ως εν τη ιερά γραφή διαλαμβάνεται περί της του Νώε Κιβωτού» 

 

Σκάναρε και προχώρησε την έρευνα:

Έρευνα, Γλυκερία Παπαδοπούλου και Μαρία Δεβελόγλου

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *