Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πετρέλαιο. Ο ‘Μαύρος Χρυσός’. Εμπορικό αγαθό. Αιτία πολέμων. Ο αγώνας για την κατάκτηση των πηγών μεγάλος. Αποτελεί το μήλο της Έριδος για πολλά χρόνια. Οι συνέπειες για την οικονομία τεράστιες και τα παιχνίδια των κρατών πολλά. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 είναι η πρώτη ιστορικά κρίση πετρελαίου και ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1973, όταν τα μέλη του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών ή OΑPEC (αποτελούμενο από τα αραβικά μέλη του OPEC, καθώς και την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τυνησία) διακήρυξαν εμπάργκο πετρελαίου. Μέχρι το τέλος του εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974, η τιμή του πετρελαίου είχε αυξηθεί από 3 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι σε σχεδόν 12.

Το πετρέλαιο εν μέσω οικονομικού κραχ και εμπάργκο

Ανεξάρτητα από αυτό, τα μέλη OAPEC συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους πάνω στον παγκόσμιο μηχανισμό καθορισμού των τιμών του πετρελαίου για να σταθεροποιήσουν τα πραγματικά τους έσοδα μέσω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, μετά την πρόσφατη τότε αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις μεγάλες δυτικές εταιρείες πετρελαίου.Το εμπάργκο συνέπεσε με την παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου από τις βιομηχανικές χώρες στις οποίες απευθύνεται ο OAPEC και ειδικότερα την απότομη αύξηση των εισαγωγών πετρελαίου από τη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης πετρελαίου στον κόσμο, τις ΗΠΑ. Στον απόηχο της κρίσης, οι χώρες-στόχοι ξεκίνησαν την εφαρμογή μιας πληθώρας νέων και, ως επί το πλείστον, πάγιων πολιτικών για τη συγκράτηση της περαιτέρω εξάρτησής τους. Το «σοκ των τιμών του πετρελαίου» του 1973, μαζί με το κραχ του χρηματιστηρίου το 1973-1974, έχουν θεωρηθεί ως το πρώτο γεγονός μετά το Κραχ του 1923 που είχε μόνιμο οικονομικό αποτέλεσμα.

Στις 16 Οκτωβρίου 1973 ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε την απόφαση να αυξήσει τις ονομαστικές τιμές του πετρελαίου κατά 70%, σε 5,11 δολάρια το βαρέλι.Επιβλήθηκαν επίσης αυξήσεις στις τιμές. Καθώς η βραχυπρόθεσμη ζήτηση πετρελαίου είναι ανελαστική, η ζήτηση δεν μειώνεται πολύ όταν αυξάνεται η τιμή. Έτσι, οι τιμές του πετρελαίου έπρεπε να αυξηθούν ραγδαία για να προσαρμοστεί η ζήτηση στα νέα, χαμηλότερα επίπεδα προσφοράς. Οι αγορές πετρελαίου, προβλέποντας αυτό το δεδομένο, οδηγήθηκαν σε άμεση και σημαντική αύξηση των τιμών, από 3 έως 12 δολάρια το βαρέλι. Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο ήταν ήδη υπό πίεση από την κατάρρευση της συμφωνίας του Bretton Woods, τέθηκε σε πορεία ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται διαρκώς μέχρι το 1986. Μακροπρόθεσμα, το εμπάργκο πετρελαίου άλλαξε τη φύση της πολιτικής της Δύσης, προς την κατεύθυνση της αύξησης της εξερεύνησης, της συντηρητικής στάσης απέναντι στην κατανάλωση ενέργειας και των πιο περιοριστικών νομισματικών πολιτικών για την καλύτερη καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του εμπάργκο

Οι επιπτώσεις του εμπάργκο ήταν άμεσες. Ο ΟΠΕΚ ανάγκασε τις εταιρείες πετρελαίου να αυξήσουν δραστικά τις πληρωμές. Η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε μέχρι το 1974 σε περίπου $12 το βαρέλι (75 $/m3). Αυτή η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου είχε δραματική επίδραση στην χώρες που εξήγαγαν πετρέλαιο, καθώς οι χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες κυριαρχούνταν για καιρό από τις βιομηχανικές δυνάμεις, φάνηκε ότι απέκτησαν τον έλεγχο ενός αγαθού ζωτικής σημασίας. Η παραδοσιακή ροή των κεφαλαίων αντιστράφηκε καθώς οι εξαγωγείς πετρελαίου συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο. Από τότε μέχρι σήμερα οι πετρελαϊκές κρίσεις δεν είναι πολλές. Αλλά, όταν εμφανίζονται δημιουργούν τεράστια προβλήματα. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου άρχισε από το 2014, με συνέπεια σήμερα να είναι στο 50% της αρχικής του τιμής.Όσο υπάρχει αβεβαιότητα στη ζήτηση αγαθών, τόσο η υπερβάλλουσα προσφορά θα ωθεί προς τα κάτω τις τιμές. Οι χώρες που βασίζονται στις εξαγωγές πετρελαίου, θα έχουν μια συνεχιζόμενη ύφεση, ενώ οι καταναλωτές και οι χώρες εισαγωγής θα έχουν υψηλά κέρδη, καθώς το πετρέλαιο είναι σημαντικός συντελεστής της ανάπτυξης.Στις επιπτώσεις θα είναι και η αδυναμία εξόρυξης, καθώς και η μείωση του ενδιαφέροντος για έρευνα νέων κοιτασμάτων, αφού η εξερεύνηση πετρελαίου είναι εντάσεως κεφαλαίου.

Αδυναμία χρηματοδότησης ερευνών από τα μειωμένα έσοδα των πετρελαϊκών εταιρειών. Παγκόσμια ανησυχία για την παραγωγή τα επόμενα χρόνια. Τα κέρδη των καταναλωτών στην αμερικάνικη αγορά είναι άνω του 17% στην ενέργεια. Βέβαια, η μεγάλη πτώση της τιμής του πετρελαίου δεν επηρέασε ανάλογα τις τιμές των προϊόντων, αφού μεγάλο μέρος της δαπάνης που πληρώνει ο καταναλωτής αφορά φόρους (περίπου 70%). Οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που έχουν το χαμηλότερο κόστος εξόρυξης, θα είναι πιο ανθεκτικές στην πτώση της τιμής. Οι χώρες όμως (Ρωσία, Ιράν) λόγω και των διεθνών κυρώσεων, θα έχουν μεγαλύτερη επίπτωση. Οι χώρες της Ανατολικής Αφρικής, Αλγερία, Λιβύη, Νιγηρία και Βενεζουέλα, Βραζιλία, Μεξικό, Ιράκ θα έχουν επίσης επιπτώσεις αναλογικά μεγαλύτερες. Θα υπάρξει μία τάση για νέες περιβαλλοντικές πολιτικές στην ενέργεια (υβριδικά οχήματα, ηλεκτρικά κλπ.). Φαίνεται λοιπόν, ότι οι μεταβολές της τιμής του πετρελαίου ακόμα και σήμερα έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Για την Ελλάδα, οι προγραμματισμένες έρευνες για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων δύσκολα θα προχωρήσουν, λόγω της πτώσης των τιμών (μεγάλο κόστος εξόρυξης σε ποσοστό στην τιμή πώλησης). Βέβαια φαίνεται ότι η κατάσταση αυτή θα είναι παροδική και η τιμή του πετρελαίου κάποια στιγμή λόγω των οικονομικών δυνάμεων που κινούν την αγορά θα αρχίσει να ανακάμπτει.

Η σχέση της κρίσης του 1973 με το σήμερα

Οι εταιρείες διύλισης και εμπορίας πετρελαίου έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα λόγω της ραγδαίας μείωσης της ζήτησης. Ας επιστρέψουμε όμως στην κρίση του 1973 για να δούμε πως σχετίζεται η σημερινή κρίση και οι επιπτώσεις της με την σημερινή.Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην οικονομία της Ιαπωνίας ο οποίος μετατόπισε το βάρος, από τις βιομηχανίες έντασης πετρελαίου προς τεράστιες ιαπωνικές επενδύσεις σε κλάδους όπως η ηλεκτρονική. Οι Ιάπωνες κατασκευαστές αυτοκινήτων επωφελήθηκαν επίσης από την εν λόγω απαγόρευση. Με το κόστος των καυσίμων να αυξάνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα μικρά, λιγότερο ενεργοβόρα μοντέλα οχημάτων άρχισαν να κερδίζουν μερίδιο αγοράς από τα «αδηφάγα για βενζίνη» αμερικανικά οχήματα της εποχής. Αυτό προκάλεσε μια πτώση στις αμερικανικές πωλήσεις αυτοκινήτων που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1980.

Οι Κεντρικές Τράπεζες των δυτικών εθνών αποφάσισαν να μειώσουν δραστικά τα επιτόκια για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης, έχοντας την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός ήταν μια ανησυχία δευτερεύουσας σημασίας. Αν και αυτή ήταν η ορθόδοξη μακροοικονομική συνταγή εκείνη την εποχή, ο στασιμοπληθωρισμός που προέκυψε εξέπληξε τους οικονομολόγους και τους κεντρικούς τραπεζίτες και η στάση αυτή θεωρείται τώρα από κάποιους ότι βάθυνε και επιμήκυνε τις αρνητικές συνέπειες του εμπάργκο. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η σύγχρονη οικονομία, που αντιπροσωπεύεται από την περίοδο μετά το 1985, είναι πολύ ανθεκτική στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας σε σχέση με την προηγούμενη εποχή.Το σοκ των τιμών δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις οικονομίες που εισήγαγαν πετρέλαιο. Δημιουργήθηκε ένας αυθόρμητος μηχανισμός ανακύκλωσης πετροδολαρίων, μέσω του οποίου τα πλεονάζοντα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από τις χώρες του ΟΠΕΚ διοχετεύονταν μέσω των κεφαλαιαγορών προς τη Δύση για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών. Η λειτουργία του μηχανισμού αυτού επέφερε τη διάλυση των ελέγχων του κεφαλαίου στις δυτικές οικονομίες – εισαγωγείς πετρελαίου και θεωρείται από τους μελετητές ως η αρχή της εκθετικής ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών στη Δύση από τη δεκαετία του 1970.

Από το 1973, ο ΟΠΕΚ απέτυχε να διατηρήσει την εξέχουσα θέση του και από το 1981 η παραγωγή του ξεπεράστηκε από εκείνη των άλλων χωρών. Επιπροσθέτως, τα κράτη-μέλη του διχάστηκαν. Η Σαουδική Αραβία, προσπαθώντας να επανακτήσει το μερίδιό της στην αγορά, αύξησε την παραγωγή και προκάλεσε καθοδική πίεση στις τιμές, καθιστώντας λιγότερο κερδοφόρες, ή ακόμα και ασύμφορες, τις εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου υψηλού κόστους. Η διεθνής τιμή του πετρελαίου, η οποία έφτασε στο ανώτατο σημείο της (περισσότερα από 80 δολάρια το βαρέλι) το 1979, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 1979, διατηρήθηκε μειωμένη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σε 38 δολάρια το βαρέλι (239 US $/m3). Σε πραγματικές τιμές, το πετρέλαιο υποχώρησε για βραχύ χρονικό διάστημα στα προ του 1973 επίπεδα.

Μέρος της μείωσης των τιμών και, ταυτοχρόνως, της οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος του ΟΠΕΚ προήλθε από τη μετατόπιση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Ο ΟΠΕΚ είχε επικαλεστεί την περιορισμένη ανελαστικότητα της ζήτησης πετρελαίου για τη διατήρηση υψηλής κατανάλωσης, αλλά είχε υποτιμήσει το βαθμό στον οποίο άλλες πηγές εφοδιασμού ενέργειες θα καθίσταντο κερδοφόρες, καθώς η τιμή του πετρελαίου αυξανόταν. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο, η οικιακή θέρμανση από το φυσικό αέριο και το μείγμα βενζίνης-αιθανόλης, όλα μείωσαν τη ζήτηση για πετρέλαιο. Την ίδια στιγμή, η πτώση των τιμών αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της περιοχής του Περσικού Κόλπου. Για μια χούφτα πυκνοκατοικημένες, φτωχές χώρες, οι οικονομίες των οποίων ήταν εξαρτημένες από το πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων του Μεξικού, της Νιγηρίας, της Αλγερίας, της Λιβύης, οι κυβερνήσεις και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων απέτυχαν να προετοιμαστούν για την αντιστροφή της αγοράς και η πτώση των τιμών τούς οδήγησε να περιπέσουν σε επίπονες και, μερικές φορές, απελπισμένες καταστάσεις.

Όταν η μειωμένη ζήτηση και η υπερπαραγωγή παρήγαγαν πλεόνασμα στην παγκόσμια αγορά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν κατακόρυφα και το καρτέλ έχασε την ενότητά του. Οι εξαγωγείς πετρελαίου, όπως το Μεξικό, η Νιγηρία και η Βενεζουέλα, των οποίων οι οικονομίες είχαν διογκωθεί τη δεκαετία του 1970, πλησίασαν την πτώχευση. Ακόμα και η οικονομική δύναμη της Σαουδικής Αραβίας μειώθηκε αισθητά. Οι διαιρέσεις στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ έκαναν την μετέπειτα συντονισμένη δράση του πιο δύσκολη.

Γενικά, η διαφορά μεταξύ παραγωγής και ζήτησης πετρελαίου έχει μειωθεί επικίνδυνα και δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, αφού ένα αναπάντεχο γεγονός θα δημιουργήσει κρίσιμο έλλειμμα στο εύθραυστο πετρελαϊκό ισοζύγιο και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε. Η πρώτη (όπως και η δεύτερη) πετρελαϊκή κρίση είχε και ευρύτερες διεθνοπολιτικές – γεωπολιτικές επιπτώσεις. Βραχυπρόθεσμα, ωφελήθηκε σημαντικά και η Σοβιετική Ένωση που, ενώ ήδη αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα και στασιμότητα, περίπου την ίδια περίοδο κατέστη ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο. Έτσι, κέρδισε πολύτιμο συνάλλαγμα, ώστε να συνεχίσει τα μεγαλόπνοα εξοπλιστικά της προγράμματα και την ανάμειξή της στον Τρίτο Κόσμο, την εισαγωγή δυτικής τεχνολογίας αλλά και δημητριακών, ενώ παράλληλα προμήθευε τους συμμάχους της στην Ανατολική Ευρώπη με πετρέλαιο σε χαμηλές, προνομιακές τιμές.

Η επίδραση της πτώσης της τιμής του πετρελαίου στις επιχειρήσεις

Από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου σε μια «πρώτη ανάγνωση» οι βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις βγαίνουν κερδισμένες καθώς μειώνονται τα λειτουργικά τους κόστη. Ορισμένοι μάλιστα κλάδοι της βιομηχανίας οι οποίοι είναι πιο ενεργοβόροι όπως είναι για παράδειγμα οι μεταλλουργικές επιχειρήσεις μειώνουν τις δαπάνες ιδιοκατανάλωσης. Πιο περίπλοκα είναι ωστόσο τα πράγματα για τις επιχειρήσεις από τον κλάδο του πετρελαίου, οι οποίες από τη μια πλευρά μειώνουν τις δαπάνες τους από την άλλη όμως χάνουν έσοδα από τις χαμηλότερες τιμές πώλησης.  Όταν είναι χαμηλή η τιμή του πετρελαίου υπάρχουν  θεωρητικά χαμηλότερα κέρδη αλλά υπάρχει και κάτι καλό γιατί μειώνονται οι δαπάνες.  Από την άλλη, η χαμηλή τιμή του πετρελαίου αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τις έρευνες και εξορύξεις καθώς δεν δελεάζει τους επενδυτές να προχωρήσουν σε νέα project ή να συνεχίσουν ενδεχομένως αυτά που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Εξίσου πολύπλοκα είναι τα πράγματα και για τις αερομεταφορές, οι οποίες πλήττονται από την εξάπλωση του κορονοϊού. Οι αεροπορικές εταιρείες δεν βρίσκονται αντιμέτωπες μόνο με την πτώση των εσόδων λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις αλλά και με ένα ακόμη «τερτίπι» της αγοράς. Εάν οι τιμές της αγοράς πέσουν κάτω από τις αντισταθμισμένες αξίες, ο κλάδος δεν θα επωφεληθεί από τη μείωση του κόστους των καυσίμων καθώς τότε, οι αεροπορικές θα κληθούν να πληρώσουν το αντισταθμισμένο ποσό και όχι τη φτηνότερη τιμή αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, μια απώλεια αντιστάθμισης του καυσίμου, μπορεί να είναι μεγάλη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Forbes, για την Air France-KLM Group οι ζημιές που θα προκύψουν από τις επενδυτικές θέσεις καυσίμων είναι ύψους 1 δισ. δολαρίων σε τρέχουσες τιμές. Ακόμη και μετά την αντιστάθμιση ζημιών, ο καθαρός λογαριασμός καυσίμων θα είναι χαμηλότερος από τον περσινό. Ωστόσο, η Air France-KLM θα μπορούσε να είναι σε μειονεκτική θέση έναντι ανταγωνιστικών αεροπορικών εταιρειών που είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε αντιστάθμιση κινδύνου και, εκτός από όλους τους άλλους παράγοντες, μπορούν να προσφέρουν φθηνότερα εισιτήρια λόγω χαμηλότερων εισροών καυσίμων.

Οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία

Οι συνέπειες στην Ελληνική οικονομία είναι διφορούμενες. Σύμφωνα με την ΕΤΕ, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό βαθμό εξάρτησης από το πετρέλαιο, η μείωση των τιμών παρέχει μία πολύτιμη ανάσα στον ιδιωτικό τομέα, καθώς μεταφράζεται σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και μείωση του κόστους παραγωγής για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Συνολικά, η μείωση των τιμών αναμένεται να συνεισφέρει  περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα στο πραγματικό ΑΕΠ του 2015, μετριάζοντας τις αρνητικές επιδράσεις που ασκεί η αβεβαιότητα στην οικονομία. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, αναμένεται να συντείνει σε συρρίκνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και αντίστοιχη αύξηση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν κατά 0,4% ΑΕΠ το 2015 και να έχει τελικά, θετικό δημοσιονομικό αντίκτυπο σε ετήσια βάση.

Ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι η τελική επίδραση των πετρελαϊκών τιμών στην οικονομία είναι συνάρτηση τριών βασικών παραγόντων: του ποσοστού μείωσης των τιμών, της χρονικής διάρκειας κατά την οποία παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα, και της καθαρής εξάρτησης κάθε οικονομίας από τις εισαγωγές πετρελαίου. Ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό εξάρτησης σε εισαγωγές πετρελαίου συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης, αναμένεται να είναι εκ των πλέον ωφελημένων στην ευρωζώνη. Παράλληλα, τόσο η παρατηρούμενη ένταση της διόρθωσης, όσο και η αναμενόμενη παραμονή των τιμών σε χαμηλά επίπεδα για αρκετό χρονικό διάστημα, συντείνουν στη μεγέθυνση της θετικής επίδρασης στην οικονομία .

Συγκεκριμένα, η ποσοστιαία μείωση των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου το τελευταίο εννεάμηνο συγκαταλέγεται στις 4 μεγαλύτερες των τελευταίων 40 ετών. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι αντανακλά κυρίως μια διατηρήσιμη αύξηση της προσφοράς βασισμένη σε καινοτομίες, σημαντικές μακροχρόνιες επενδύσεις και νέα δυναμικότητα εξορύξεων (ειδικά στις ΗΠΑ), καθώς και ευνοϊκούς γεωπολιτικούς παράγοντες (Ιράν). Η σημαντική αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς συνδυάζεται με εξαιρετικά αργή ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης. Αντιθέτως, οι περισσότερες από τις σημαντικές φάσεις διόρθωσης των τιμών στο παρελθόν — εκτός αυτής του 1986 — αντανακλούσαν κυρίως περιόδους μείωσης της ζήτησης που συνέπεσαν με διεθνείς υφέσεις ή σημαντική, ωστόσο προσωρινή, επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως και ως εκ τούτου, παρείχαν περιορισμένη ώθηση στις οικονομίες που εξαρτώνται από εισαγωγές πετρελαίου.

Τόσο οι εκτιμήσεις της ΕΤΕ, όσο και εξειδικευμένων αναλύσεων της πετρελαϊκής αγοράς διεθνώς, συντείνουν στο ότι οι τιμές του αργού θα παραμείνουν, κατά μέσο όρο, σε επίπεδο χαμηλότερο των 65 δολαρίων το 2015, σημειώνοντας μέση ετήσια μείωση της τάξης κατά σχεδόν 40% συγκριτικά με το 2014.

Αναμφισβήτητα η εξασθένιση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο από τα τέλη του 2014 (-19% ετησίως το 4μηνο του 2015, «ακυρώνει» ένα τμήμα της μείωσης. Ωστόσο και σε όρους ευρώ, η αποκλιμάκωση των τιμών του αργού εκτιμάται ότι θα είναι επαρκώς ισχυρή (-25% κατά μ.ο. σε ετήσια βάση το 2015) ώστε να ασκήσει σημαντική θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα.

Πετρέλαιο και ελληνικό ΑΕΠ

Η ελληνική οικονομία διαχρονικά εμφανίζει συγκριτικά υψηλό βαθμό εξάρτησης από το πετρέλαιο με τις καθαρές εισαγωγές πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων να υπερβαίνουν κατά 1,7 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά την προηγούμενη δεκαετία (2,7% έναντι 1,3% του ΑΕΠ αντιστοίχως), ενώ η απόκλιση αυτή δε μειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αξίζει να τονισθεί ιδιαίτερα, ότι η δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών σε καύσιμα/προϊόντα πετρελαίου ως ποσοστό του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος αυξήθηκε από 4% του διαθέσιμου εισοδήματος (των νοικοκυριών), κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008, σε 5,3% το 2014, με τη διαφορά από την ευρωζώνη να διευρύνεται στις 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό συνέβη παρά την έντονη μείωση της καταναλισκόμενης ποσότητας καυσίμων από τα ελληνικά νοικοκυριά (μείωση όγκου κατανάλωσης 45% μεταξύ 2009 και 2014). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά, κατά κύριο λόγο, τη σημαντική αύξηση των φόρων στα καύσιμα (βενζίνη, πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης) την τελευταία πενταετία (+42% συγκριτικά με το 2008), σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος κατά 27%, (με τις ζητούμενες ποσότητες να εμφανίζουν σχεδόν μοναδιαία ελαστικότητα ζήτησης σε σχέση με το εισόδημα).

O ειδικός φόρος κατανάλωσης (0,67 λεπτά ανά λίτρο, αυξημένος κατά 90% συγκριτικά με το 2008), σε συνδυασμό με το ΦΠΑ που επιβάλλεται στην συνολική αξία της κατανάλωσης (με το συντελεστή να αυξάνεται κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στο 23% την τελευταία πενταετία) ανέρχονται σε 62% της τελικής λιανικής τιμής των καυσίμων το 2014, συγκριτικά με 40% το 2008. Ως εκ τούτου, αποτελούν τη βασική αιτία που η ποσοστιαία μείωση των τιμών λιανικής υπολείπεται σημαντικά της μείωσης των τιμών εισαγωγών αργού πετρελαίου σε ευρώ (ετήσιες μειώσεις -16,8 και -37,5% αντιστοίχως στο 4μηνο του 2015)

Για το σύνολο του 2015 η μέση μείωση των εγχώριων λιανικών τιμών καυσίμων αναμενόταν να διαμορφωθεί στο 13,5% περίπου, και να μετουσιωθεί σε ετήσια αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 0,6% και σε θετική επίδραση στον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2015 της τάξης του 0,5% (λαμβάνοντας υπόψη, μέσω εκτιμώμενης συνάρτησης ζήτησης καυσίμων, την αναμενόμενη αύξηση στην ποσότητα εγχώριας κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων εξαιτίας της μείωσης των τιμών). Το τελικό αποτέλεσμα στο ελληνικό ΑΕΠ από το σκέλος δαπάνης των νοικοκυριών ήταν ακόμη μεγαλύτερο φθάνοντας συνολικά έως και το +0,6/+0,7% ετησίως το 2015, αν συνεκτιμηθεί και η επιπρόσθετη έμμεση ένεση αγοραστικής δύναμης μέσω της αντιπληθωριστικής επίδρασης από την μείωση των τιμών των εισαγωγών (πρώτων υλών και μεταποιημένων αγαθών), καθώς και άλλων μορφών ενέργειας (λ.χ. φυσικό αέριο) που συνοδεύει τη μείωση των τιμών πετρελαίου. Η επίδραση αυτή συνοψίζεται σε περαιτέρω μείωση του δομικού πληθωρισμού κατά 0,2%, κατά μέσο όρο, το 2015.

Η ενεργειακή εξάρτηση των ελληνικών επιχειρήσεων στις εισαγωγές πετρελαίου — και ειδικά του βιομηχανικού κλάδου και του τομέα μεταφορών — είναι εξαιρετικά μεγάλη, αντανακλώντας διαθρωτικά χαρακτηριστικά των κλάδων (λ.χ. υψηλό μερίδιο επιχειρήσεων έντασης ενέργειας), σημαντικό ρόλο πετρελαίου στο ενεργειακό μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και γεωγραφικά χαρακτηριστικά (λ.χ. πολυάριθμα νησιά). Είναι ενδεικτικό ότι η καταναλισκόμενη ποσότητα προϊόντων πετρελαίου ανά μονάδα προστιθέμενης αξίας της ελληνικής βιομηχανίας ήταν κατά την προηγούμενη δεκαετία και παραμένει, υπερδιπλάσια του αντίστοιχου μέσου όρου για την ευρωζώνη. Αντιστοίχως, το ποσοστό της κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων από τον κλάδο εγχώριων μεταφορών στο σύνολο της κατανάλωσης της ευρωζώνης ανήλθε στο 4,2% το 2014, ενώ το μερίδιο του ελληνικού ΑΕΠ στην ευρωζώνη αντιστοιχεί σε μόνο 2,1%. Εκτιμάται ότι η θετική επίδραση από το σκέλος των επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα θα ανέλθει σε 0,4% του ΑΕΠ το 2015.

Συνδυαστικά, η αύξηση δαπάνης των νοικοκυριών και η θετική επίδραση του μειούμενου κόστους για τις ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι συνεισφέρουν άνω της 1 ποσοστιαίας μονάδας στο ρυθμό αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ το 2015 (σε σταθερές τιμές). Αυτό συντείνει στη μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και παράγει θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε ετήσια βάση. Η συρρίκνωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο καυσίμων αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,4% του ΑΕΠ, καθώς η μείωση των τιμών εισαγωγών θα υπεραντισταθμίσει τις αρνητικές επιδράσεις από την αναμενόμενη αύξηση του όγκου πετρελαϊκών εισαγωγών και τη μείωση των εσόδων από εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων.

Η τελική δημοσιονομική επίδραση θα είναι επίσης θετική (σχεδόν 0,2% του ΑΕΠ), καθώς τα αυξημένα ετήσια έσοδα από τον φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα (λόγω αύξησης του όγκου κατανάλωσης το 2015), και τη μείωση των κρατικών δαπανών για καύσιμα, θα υπεραντισταθμίσουν τη μείωση στα έσοδα από το ΦΠΑ καυσίμων, που είναι ιδιαιτέρως αισθητή στο 1ο τρίμηνο του έτους (εξαιτίας της μείωσης της συνολικής αξίας της κατανάλωσης).

Σκάναρε και προχώρησε την έρευνα:Έρευνα, Χαραλαμπίδης Δ. Στυλιανός (Οικονομολόγος- Οικονοφυσικός MSc)

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *