Για την ιαπωνική κοινωνία οι ΣΑΜΟΥΡΑΙ αποτέλεσαν ένα αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της, επηρεάζοντας βαθιά τη λαϊκή ιαπωνική κουλτούρα. Οι ΣΑΜΟΥΡΑΙ ήταν μέλη μιας ισχυρής στρατιωτικής τάξης, οι οποίοι ξεκίνησαν ως επαρχιακοί πολεμιστές. Αργότερα όμως, κατάφεραν να ανέλθουν κοινωνικά και να κυριαρχήσουν στο φεουδαρχικό σύστημα της μεσαιωνικής Ιαπωνίας.
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΙ
Οι πολεμιστές της Ιαπωνίας, στο τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185) αποκαλούνταν με την ονομασία Μπούσι. Οι πολεμιστές Μπούσι, που ήταν υπεύθυνοι για τη προστασία του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως ΣΑΜΟΥΡΑΙ. Στα ιαπωνικά η λέξη «Σαμπουράι» προέρχεται από το ρήμα «σαμπουρό» και σημαίνει «υπηρετώ». Στην πορεία του χρόνου, η λέξη άλλαξε σε Σαμουράι για να προφέρεται ευκολότερα.
Σαμπουράι δεν ονομαζόντουσαν μόνο όσοι υπηρετούσαν τον αυτοκράτορα, αλλά και όσοι γενικά υπηρετούσαν άτομα ανωτέρων τάξεων. Πολλοί γαιοκτήμονες αριστοκρατικής καταγωγής ήδη από τον 8ο αιώνα είχαν εγκαταλείψει την τότε πρωτεύουσα Κιότο.
Σταδιακά, άρχισαν να δημιουργούνται διάφορα δίκτυα φυλών. Βέβαια, όταν η κεντρική διακυβέρνηση αποδυναμώθηκε, πήραν τον νόμο στα χέρια τους. Όσο τα δίκτυα επεκτείνονταν, υπήρχε και η ανάλογη ανάγκη για την προστασία της γης και των ανθρώπων τους. Αυτό ήταν και η αφορμή να αναπτυχθεί η τάξη των Σαμουράι.
Εδώ μπορείτε να ακούσετε την ανάγνωση του άρθρου
Από τα μέση του 12ου αιώνα η πολεμική τάξη των Σαμουράι αυτονομήθηκε, καθώς η λέξη Σαμουράι διαφοροποιήθηκε από αυτή του Μπούσι. Οι Σαμουράι αναφέρονταν στους ευγενείς, ενώ οι Μπούσι αναφέρονταν στους πολεμιστές.
Πολλοί σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη και κάποιοι άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Ωστόσο, παρέμειναν πλήρως υποταγμένοι στους Νταΐμιο. Αυτοί ήταν οι φεουδάρχες τους, από τους οποίους λάμβαναν γη και αξιώματα σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΙ ΣΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥΣ
Η περίοδος Χεϊάν χαρακτηρίστηκε από έντονες εξεγέρσεις. Ο πόλεμος Γκεμπέι (Genpei War), το 1180, ήταν ένας εθνικός εμφύλιος ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες φυλές. Φυσικά αφορούσε για το ποιος θα κατακτήσει τον έλεγχο του κράτους.
Μέσα από τον πόλεμο αναδείχτηκε ο Σαμουράι Γιοριτόμο Μιναμότο, οδηγώντας τη δική του φυλή στη νίκη. Ο Μιναμότο εγκαθίδρυσε την πρώτη στρατιωτική δικτατορία και έλαβε τον τίτλο Σόγκουν, δηλαδή του τίτλου που είχε ο ανώτερος στρατιωτικός ηγέτης. Η τάξη των Σαμουράι αναδείχτηκε σε κυρίαρχη πολιτική τάξη με σημαντική στρατιωτική και πολιτική δύναμη.
Δυστυχώς, η δόξα των Σαμουράι δεν κράτησε για πάντα. Στα μέσα του 19ου αιώνα ένας συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων στάθηκε η αφορμή για το τέλος φεουδαρχικού συστήματος. Η αναταραχή των αγροτών, λόγω της φτώχειας και της πείνας, η άφιξη των Δυτικών δυνάμεων, το άνοιγμα του εμπορίου ήταν κάποιοι από τους λόγους, ώστε να επέλθει ξανά ο αυτοκράτορας στην εξουσία. Έτσι, το 1868 αυτοκράτορας έγινε ο Μεϊτζί. Ο νέος αυτοκράτορας προχώρησε άμεσα σε πολιτικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις, καταργώντας το Σογκουνάτο και οδηγώντας τη χώρα στον εκσυγχρονισμό.
Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΜΠΟΥΣΙΝΤΟ
Οι Σαμουράι απέκτησαν παγκόσμια φήμη για τις άριστες ικανότητες τους στον χειρισμό των όπλων αλλά και για τα κατορθώματά τους. Στα μέσα του 13ου αιώνα οι Σαμουράι αποδείχτηκαν έμπειροι πολεμιστές ενάντια στις Μογγολικές εισβολές και έγιναν οι θρύλοι της ενδοχώρας.
Όσο ο Γιοριτόμο Μιναμότο αλλά και οι διάδοχοί του κατείχαν την εξουσία, ανέπτυξαν έναν κώδικα επηρεασμένο από τις αρχές του Κομφουκιανισμού, του Σιντοϊσμού και του Ζεν Βουδισμού. Ο κώδικας έμεινε γνωστός ως Μπουσίντο (Bushido) ή ο Δρόμος του Πολεμιστή μέσα από τον οποίο υποδεικνυόταν ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς των Σαμουράι. Ιδιαίτερη σημασία δινόταν στην πλήρη υποταγή που έπρεπε να δείχνουν στον φεουδάρχη τους και στη θέληση τους να θυσιαστούν για χάρη του. Η αφοσίωση και η πειθαρχεία ενός Σαμουράι φαινόταν στη περίπτωση του Σεπούκου (Sepuku) ή αλλιώς του Χάρα Κίρι (Harakiri), κατά το οποίο ο Σαμουράι έπρεπε να αφαιρέσει μόνος του τη ζωή του για να διαφυλάξει τη τιμή του.
Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Βασικό στοιχείο της ενδυμασίας των Σαμουράι ήταν το κιμονό. Υπήρχαν κιμονό για ξεχωριστές περιστάσεις, καθώς και κιμονό για τις διαφορετικές εποχές. Οι άνδρες απέφευγαν να φορούν κιμονό με πολύ φωτεινά χρώματα και έντονα σχέδια, επειδή αυτό μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένδειξη απρέπειας.
Εκτός από κιμονό, οι Σαμουράι φορούσαν το χιτατάρε. Αποτελούνταν από δυο διαφορετικά κομμάτια με το κάτω μέρος να είναι σαν φαρδύ παντελόνι. Παρόμοιο φαρδύ παντελόνι ήταν και το χακάμα, το οποίο συνήθως το φορούσαν πάνω από το κιμονό και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους.
Επιπλέον, για να μπορούν πιο εύκολα να φορούν σανδάλια, φορούσαν ένα διαφορετικό είδος καλτσών, τάμπι, όπως τις αποκαλούν. Η εσοχή για το μεγάλο δάχτυλο η ραμμένη ξεχωριστά από τα άλλα δάχτυλα.
Για υποδήματα φορούσαν τα απλά σανδάλια φτιαγμένα από άχυρο ή τα ξύλινα γκέτα, τα οποία φορούσαν και οι γκέισες. Τα μαλλιά των Σαμουράι πάντα ήταν πιασμένα πάνω κοτσίδα ενώ το μουστάκι και τα γένια αποτελούσαν χαρακτηριστικό ανδρισμού.
Ο ΟΠΛΙΣΜΟΣ
Η Ιαπωνία είναι από τις χώρες που έχουν επιδείξει μεγάλη τεχνογνωσία στην κατασκευή όπλων. Το πιο εντυπωσιακό αλλά και πιο γνωστό όπλο που χρησιμοποιούσαν οι Σαμουράι ήταν το ξίφος κατάνα.
Το κατάνα ήταν ένα κυρτό, λεπτό, μακρύ ξίφος, με κυκλικό ή τετράγωνο προστατευτικό και μακριά λαβή για να χωράνε και τα δύο χέρια. Οι Σαμουράι το είχαν πάνω τους και συγκεκριμένα στον αριστερό τους γοφό, με την άκρη προς τα κάτω. Συχνά συνδυαζόταν με ένα μικρότερο σπαθί.
Ο οπλισμός του Σαμουράι ολοκληρωνόταν με την πανοπλία του. Η πανοπλία, κυρίως, ήταν φτιαγμένη από μέταλλα. Ωστόσο, επειδή η κατασκευή της στοίχιζε αρκετά σε συνδυασμό με τα μέταλλα που διαβρωνόντουσαν σχετικά γρήγορα, κάποια κομμάτια αντικαταστάθηκαν με επεξεργασμένο δέρμα.
Το πιο σημαντικό κομμάτι της πανοπλίας ήταν το κράνος, το οποίο αποτελούσε ένδειξη της δύναμης και της κοινωνικής θέσης. Το κράνος δεν προστάτευε μόνο το κεφάλι αλλά και τον λαιμό. Είχε έντονα χρώματα και με δύο μεγάλα κοφτερά κέρατα ώστε να προκαλεί τον φόβο του εχθρού.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΑΜΟΥΡΑΙ
Όσοι πιστεύουν ότι οι Σαμουράι ήταν μόνο άντρες κάνουν λάθος, καθώς η ιαπωνική ιστορία αναφέρεται και σε γυναίκες Σαμουράι. Τις αποκαλούσαν με το όνομα «Όνα-μπουγκέισα» και ήταν αντάξιες των ανδρών τόσο στις πολεμικές τέχνες όσο και στον χειρισμό των όπλων.
Βέβαια, οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν ως όπλο τη ναγκινάτα, ένα κοντάρι με μακριά λεπίδα, πιο βαρύ και πιο αργό σε σχέση με ένα ξίφος. Εξίσου καλά όμως χειριζόντουσαν και το τόξο. Συνήθως μια γυναίκα εκπαιδευόταν στις πολεμικές τέχνες για να προστατέψει το σπίτι της όταν ο σύζυγός της έλειπε στη μάχη. Σε κάποιες περιπτώσεις έπρεπε και ίδια να πολεμήσει σε μια μάχη.
Η πρώτη αναφορά που έγινε σε γυναίκα Όνα-μπουγκέισα, σημειώνεται το 200 μ.Χ. όταν αυτοκράτειρα ήταν η Ζινγκού, η οποία ανέλαβε καθήκοντα μετά τον θάνατο του συζύγου της. Σύμφωνα με έναν μύθο που επικρατεί στη χώρα, η Ζινγκού οδήγησε τον στρατό σε επιτυχή εισβολή στη Κορέα, χωρίς να χυθεί καθόλου αίμα.
Επίσης, είχε βοηθήσει τον σύζυγό για της να αντιμετωπίσει την επίθεση του στρατού του εξαδέλφου του, πολεμώντας η ίδια πάνω στο άλογο. Σταδιακά όσο περνούσαν τα χρόνια, οι άνδρες ήταν περισσότερο γραφειοκράτες παρά πολεμιστές και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μένουν σπίτι. Έτσι, δεν υπήρχε η ανάγκη εκπαίδευσης πολεμικών τεχνών των γυναικών. Οι κύριες υποχρεώσεις τους ήταν το νοικοκυριό και η ανατροφή των παιδιών.
Σκάναρε και ακολούθησε την έρευνα:
Γεωργία Γαϊδατζή, Δημοσιογράφος
Pingback: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΙ – ΠΑΝΤΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ