Λίγα Λόγια για τη Μακεδονία
Η ιστορία της Μακεδονίας έχει τις ρίζες της στους πολύ παλιούς χρόνους. Αρχίζει απ’ την αρχαιότητα και φτάνει, μέσα απ’ τους αιώνες, γεμάτη λαμπρές ενδιαφέρουσες σελίδες αγώνων, ηρωισμού, πολιτισμού, δράσης, καταστροφών, νικών και δόξας, στις δικές μας μέρες.Τα ονόματα Μακεδονία και Μακεδόνας προέρχονται απ’ τη δωρική λέξη μάκος (που σημαίνει μήκος) και δήλωνε ότι η Μακεδονία είναι η χώρα με τους ψηλούς, μακριούς, ανθρώπους. Άλλη τους ονομασία ήταν Μακέτες και η χώρα Μακετία.Η μυθολογία όμως λέει ότι η Μακεδονία πήρε τ’ όνομά της απ’ το Μακεδόνα ή Μάκεδνο, που ήταν γενάρχης του λαού των Μακεδόνων, που, κατά μια άποψη, ήταν γιος του Δία και της Θυίας, ενώ κατ’ άλλη ήταν γιος του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Μακεδόνες είναι απόγονοι των Τημενιδών – Ηρακλειδών απ’ το Άργος που έφυγαν μ’ επικεφαλής τα βασιλόπουλα Γαυάνη, Αέροπο και Περδίκκα κι εγκαταστάθηκαν στη βορινή αυτή περιοχή της Ελλάδας. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι σίγουρο, ότι δηλαδή έγινε μετακίνηση απ’ το νότο στο βορρά, μια και ξέρουμε ότι οι Έλληνες κατέβηκαν απ’ τα βόρεια της Ευρώπης προς το νότο γύρω στο 12ο π.Χ. αιώνα. Ένα μέρος των Δωριέων έμεινε στη Μακεδονία και κράτησε για αρκετό διάστημα την ελληνικότητα της φυλής, αφού και οι Έλληνες που κατέβηκαν στο νότο και στα αστικά παράλια δημιούργησαν έναν άλλο πολιτισμό. Ωστόσο, η ομοιότητα που υπήρχε στη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα με τους Έλληνες του νότου, είναι αυτή που μάλλον συντέλεσε και στη δημιουργία του μύθου για την άνοδο των Τημενιδών.
Με τον όρο Μακεδονία εννοείται το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας των Δωριέων Ελλήνων. Eνώ η έννοια Μακεδονία, σαν γεωγραφική και πολιτική οντότητα, ολοκληρώθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους.Η Μακεδονία μπαίνει στην ιστορία της Ελλάδας με το γιο του Αμύντα, τον Αλέξανδρο τον Α’ (498-454), το γνωστό ως Φιλέλληνα (= πατριώτη), που ήταν αρκετά δραστήριος, έξυπνος και δυναμικός κι έβαλε τις στρατιωτικές και πολιτικές βάσεις του μακεδονικού κράτους.Στους μηδικούς πολέμους συνεργάστηκε με τους Αθηναίους, που βοήθησε αρκετά κι αυτοί, για να τον τιμήσουν, του έδωσαν τον τίτλο του φιλέλληνα (= πατριώτη) και του έστησαν χρυσό ανδριάντα στους Δελφούς.Όλοι οι επόμενοι βασιλιάδες της Μακεδονίας συντέλεσαν στο να βαδίσει η χώρα τους σταθερά προς την πρόοδο. Η μετέπειτα ακμή της με το Μέγα Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία και ξαφνική. Όλοι οι βασιλιάδες πριν τον Αλέξανδρο έβαζαν ο καθένας τη δική του πέτρα στο χτίσιμο της μεγάλης Μακεδονίας και Ελλάδας.
Το Χριστόξυλο
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό είναι το Χριστόξυλο. Η νοικοκυρά έχει ήδη φροντίσει να καθαρίσει το σπίτι και ιδιαίτερα το τζάκι με μεγάλη προσοχή, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζει ακόμη και την καπνοδόχο του σπιτιού, ώστε να μη μπορέσουν να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως αναφέρεται στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Κάθε οικογένεια, προσπαθεί να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα, μέχρι τα Φώτα.
Οι Μωμόγεροι
Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων – ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους: «Αρχή κάλαντα και αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου». Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. Άλλοι το λένε ρογκάτσια ή μπαμπαλιούρια. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα προαιώνιο λαϊκό παραμύθι με περίεργες οντότητες και ζωομορφικές φιγούρες, με χορό και θέατρο, μυσταγωγία και σάτιρα, με ρόλο και κορυφαίους, με χορικά και στάσιμα, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα.
Σπόρδισμα των φύλλων
Στο νησί της Θάσου μέχρι σήμερα ακόμα οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής. Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
Ένα παμπάλαιο έθιμο: Τα Αναστενάρια
Τα Αναστενάρια είναι ένα ιδιότυπο λατρευτικό έθιμο που συνδέεται με τη γιορτή των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου). Κύρια χαρακτηριστικά του, είναι ο εκστατικός χορός και η πυροβασία όσων, ανδρών και γυναικών, μετέχουν σ’ αυτό.
Τα Αναστενάρια, γίνονταν παλαιότερα σε μια περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Βορειοανατολικής Θράκης, η οποία περιβάλλεται από ψηλά βουνά και ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τα γειτονικά μέρη. Κέντρο της εθιμικής αυτής εκδήλωσης, ήταν το Κωστί, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Τα Αναστενάρια, με το όνομα Νεστινάρκα, ήταν γνωστά και σε γειτονικά βουλγαρικά χωρία στα οποία μεταδόθηκαν από τους Έλληνες.
Μετά το 1923, οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, μεταφέροντας μαζί και τα έθιμά τους. Τα Αναστενάρια, αναβιώνουν σήμερα στην Αγία Ελένη Σερρών, κατά κύριο λόγο, καθώς εποικίστηκε αποκλειστικά με κατοίκους από το Κωστί, στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, στη Μελίκη Ημαθίας και τη Μαυρολεύκη Δράμας.Η παλαιότερη περιγραφή του εθίμου, ανήκει στον Α. Χουρμουζιάδη, ο οποίος το 1872 μίλησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της οποίας ήταν καθηγητής. Η ομιλία του με τίτλο «Περί των Αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων», κυκλοφόρησε το 1873 σε φυλλάδιο 28 σελίδων κι έτσι τα Αναστενάρια έγιναν ευρύτερα γνωστά.Το έθιμο στη χώρα μας, έχει υποστεί αλλαγές, αλλοιώσεις και απλοποιήσεις. Έτσι για περίπου 20 χρόνια, τελούνταν, αλλά κρυφά. Το 1943, με ενέργειες του προέδρου της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών Άγγελου Τανάγρα στη Μαυρολεύκη Δράμας, η πυροβασία έγινε δημόσια. Πρόκειται για το στάδιο των Αναστεναρίων, το οποίο είναι το γνωστότερο από όλο το έθιμο. Τότε έγινε και επιστημονικός έλεγχος που διαπίστωσε την ακαΐα όσων συμμετείχαν στα Αναστενάρια, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει το ενδιαφέρον για το έθιμο.
Συνήθειες από την αρχαία Ελλάδα που άντεξαν 2.500 χρόνια συνοδεύουν τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Συμβολισμοί που προέρχονται από τον μυθικό φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και παγανιστικά στοιχεία που συνδέθηκαν με την καθημερινότητα των ανθρώπων κάθε τόπου, αναβιώνουν τις συγκεκριμένες ημέρες. Κρύβονται καλά πίσω από τη φωτιά και τις μεταμφιέσεις.
Τζίνα Σαμπάνη, Δημοσιογράφος