Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ

Ι. Γενικά στοιχεία και τα πρώτα χρόνια

Ο Βόλφγκανγκ Αμάντεους Μότσαρτ γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 1756 στη πόλη Σάλτζμπουργκ της Αυστρίας και βαπτίσθηκε ως Ιωάννης Χρυσόστομος Θεόφιλος Μότσαρτ κατά την εποχή της άνθισης της κλασικής μουσικής.

Ο Μότσαρτ είχε από την πρώιμη παιδική του ηλικία ιδιαίτερη κλίση στη μουσική, καθώς ήταν πολύ ικανός στο να παίζει αρμόνιο και βιολί, ενώ μάλιστα συνέθεσε το πρώτο του έργο στα πέντε του χρόνια. Στα 17 του χρόνια είχε ενταχθεί ως μουσικός στη βασιλική αυλή αλλά ήταν ακούραστος και είχε επιθυμία να ταξιδέψει και να αποκτήσει περισσότερες εμπειρίες και μια καλύτερη επαγγελματική θέση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Κεντρική Ευρώπη στα μέσα του δεκάτου ογδόου αιώνα περνούσε μια μεταβατική περίοδο. Τα απομεινάρια ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν μοιραστεί μεταξύ των μικρών ημι-αυτόνομων κρατιδίων που είχαν δημιουργηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει ανταγωνιστική νοοτροπία μεταξύ αυτών των νεοσυσταθέντων κρατιδίων σχετικά με την αναγνώρισή τους και την ταυτότητά τους.Η δε πολιτική ηγεσία αυτών των μικρών κρατιδίων-κοινοτήτων όπως το Σάλτζμπουργκ, η Βιέννη και η Πράγα ήτανε στα χέρια της αριστοκρατίας και χάρη στον πλούτο που διέθεταν, μπορούσαν να αναγκάσουν έμμεσα τους καλλιτέχνες και τους μουσικούς να τους διασκεδάσουν, να τους εμπνεύσουν και να τους ψυχαγωγήσουν. Η μουσική των χρονικών περιόδων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ ήτανε μεταβατικές προς την κατεύθυνση της δημιουργίας αρτιμελών συνθέσεων με πολύπλοκη ενορχήστρωση. Η μικρή πόλη του Σάλτζμπουργκ θα αποτελούσε την γενέτειρα ενός από τους πιο ταλαντούχους και εξέχοντες μουσικούς συνθέτες όλων των εποχών.

Ο Μότσαρτ είναι ο μοναδικός επιζήσας γιος του Λεοπόλδου και της Μαρί Πέρτι Μότσαρτ. Ο Λεοπόλδος ήταν ένας επιτυχημένος συνθέτης, βιολιστής και βοηθός μαέστρου στην αυλή του Σάλτζμπουργκ. Η μητέρα του Μότσαρτ, Άννα Πέρτι, καταγόταν από μια οικογένεια της μεσαίας τάξης των αρχηγών της τοπικής κοινότητας. Η αδελφή του Μότσαρτ λεγόταν Μαρία Άννα και είχε λάβει το προσωνύμιο “Νάννερλ”, ενώ και εκείνη και ο αδελφός της από πολύ νεαρή ηλικία εισήχθησαν στον χώρο της μουσικής με την υποστήριξη και την καθοδήγηση του πατέρα τους. Η Νάννερλ άρχισε να ασχολείται με το αρμόνιο από την ηλικία των 7 της χρόνων, ενώ την έβλεπε ο τότε 3 χρονών Μότσαρτ. Μιμούμενος την τεχνοτροπία της, γρήγορα εξέφρασε το έντονο ενδιαφέρον του για τις χορδές, το μουσικό τονικό και συμβολικό σύστημα και το τέμπο. Σύντομα, ο πατέρας τους μπορούσε να τους μεταλαμπαδεύσει μουσικές γνώσεις.

Ο Λεοπόλδος ήτανε ένας αφοσιωμένος και προσηλωμένος δάσκαλος και για τα δύο του τέκνα. Προσπαθούσε να είναι ένας ευχάριστος δάσκαλος, επιμένοντας ωστόσο στη σκληρή δουλειά, στοχεύοντας στη διάπλαση του ήθους και της τελειότητας των παιδιών. Ευτυχές ήτανε ότι και τα δύο του παιδιά τα κατάφεραν περίφημα. Ο Λεοπόλδος αναγνωρίζοντας το ιδιαίτερο ταλέντο των παιδιών του, αφιέρωνε τον περισσότερο από τον χρόνο του για την επιμόρφωσή τους στη μουσική όσο και στα υπόλοιπα μαθήματα. Ο Μότσαρτ σύντομα έδειχνε σημάδια εξαιρετικού ταλέντου και μάλιστα ξεπερνούσε σε δυνατότητες τον πατέρα του με μια πρώιμη σύνθεση που έγραψε μόλις στα 5 του έτη και από την οποία προέκυπτε η ιδιάζουσα ικανότητά του σε ένα όργανο που έμοιαζε με το σημερινό πιάνο καθώς και στη βιολί. Σύντομα μπορούσε να παίξει και πιάνο, πνευστά όργανα και βιόλα.

Τον Δεκέμβριο του 1769, ο Βόλφανγκ Μότσαρτ και ο πατέρας του έφυγαν από το Σάλτζμπουργκ και ταξίδεψαν στην Ιταλία, αφήνοντας στο σπίτι τους την μητέρα και την αδελφή του. Τότε έπαυσε και η καλλιτεχνική πορεία της αδελφής του καθώς αυτή βρισκόταν σε ηλικία γάμου. Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ και ο Λεοπόλδος έμειναν στην Ιταλία για 2 χρόνια. Κατά την διάρκεια της διαμονής τους στη Ρώμη, αξίζει να τονιστεί ότι ο Βόλφανγκ Μότσαρτ άκουσε για πρώτη φορά το έργο του Gregorio Allegri τιτλοφορούμενο ως “Miserere” το οποίο ο τελευταίος έπαιξε για πρώτη φορά στη Καπέλα Σιστίνα. Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ έγραψε ολόκληρο το έργο καθώς το θυμόταν “απέξω” κυριολεκτικά, διορθώνοντας μόνο κάποια μικρολάθη. Εκείνη την εποχή ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ έγραψε και μια ακόμη όπερα την “Mitridate, re di Ponto” για την αυλή του Μιλάνο. Ο Βόλφανγκ Μότσαρτ έγραψε κι άλλες δύο όπερες την “Ascanio in Alba” (1770) και την “Lucio Silla”. (1772)

ΙΙ. Η έναρξη της επαγγελματικής πορείας του Βόλφγκανγκ Μότσαρτ καθώς και η ερωτική του ζωή

Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ επέστρεψε στο Σάλτζμουργκ του 1779 όπου και παρήγαγε μια σειρά από εκκλησιαστικά έργα. Ακόμη, συνέθεσε μια ακόμη όπερα, την Ιδομενέο, για το Μόναχο, το 1781. Τον Μάρτιο του έτους εκείνου, ο Αρχιεπίσκοπος βον Κολλορέντο τον κάλεσε στη Βιέννη καθώς τότε ο δεύτερος παρακολουθούσε την διαδοχή του Ιωσήφ του Δεύτερου στον αυστριακό θρόνο, όμως ο “χλιαρός” τρόπος με τον οποίο τον υποδέχθηκε, θεωρήθηκε προσβολή από μέρους του Μότσαρτ. Πιο συγκεκριμένα, του συμπεριφέρθηκε σαν να είναι κατώτατος υπάλληλος, ο οποίος μπορούσε να παράσχει τις υπηρεσίες του και δη του απαγορεύτηκε να παίξει μουσική ενώπιον του αυτοκράτορα. Η αμοιβή δε που έλαβε, αντιστοιχούσε στο μισό του ετήσιου μισθού του στο Σάλτζμουργκ. Ξεκίνησε τότε μια δικαστική διαμάχη και ο Μότσαρτ προθυμοποιήθηκε να παραιτηθεί. Ο Αρχιεπίσκοπος αρχικά αρνήθηκε αλλά στη πορεία υποχώρησε με την έκδοση μιας απότομης απόλυσης και φυσικής απομάκρυνσης του Μότσαρτ από τον χώρο εκείνο. Ο Βόλφανγκ Μότσαρτ αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Βιέννη εργαζόμενος περιστασιακά ως μουσικός και συνθέτης και για ένα χρονικό διάστημα τον φιλοξενούσαν οι φίλοι του στο σπίτι του Φρίντολιν Βέμπερ. Παρόλα αυτά κατάφερε σιγά σιγά να αποκτήσει επαγγελματική καταξίωση.

Ο Μότσαρτ γρήγορα βρήκε δουλειά στη Βιέννη, διδάσκοντας μουσική σε μαθητές, γράφοντας μουσική για το κοινό και παίζοντας σε διάφορες ορχήστρες. Ακόμη, ξεκίνησε να γράφει την όπερα “Die Entführung aus dem Serail” (Η απαγωγή από το Seraglio). Το καλοκαίρι του 1781, φημολογείτο ότι ο Μότσαρτ σκόπευε να παντρευτεί την κόρη του Φρίντολιν Βέμπερ, την Κονστάνς. Γνωρίζοντας ότι ο πατέρας του θα απέρριπτε την ιδέα του γάμου και την διακοπή της καριέρας του, ο νεαρός Βόλφγκανγκ Μότσαρτ γρήγορα έγραψε γράμμα στον πατέρα του αρνούμενος οποιαδήποτε ιδέα και δέσμευση από τον γάμο.

Αλλά τον Δεκέμβριο ζήτησε τη ευχή και την ευλογία του πατέρα του. Ενώ είναι γνωστό ότι ο Λεοπόλδος ήταν αντίθετος στις επιλογές του γιου του, δεν είναι γνωστό όμως το περιεχόμενο των συζητήσεων μεταξύ του Λεοπόλδου και του Βόλφγκανγκ Μότσαρτ, καθώς λέγεται ότι τα γράμματα που έστελναν μεταξύ τους, τα κατέστρεψε η Κονστάνς. Βέβαια από μεταγενέστερη αλληλογραφία προκύπτει ότι οι δυο τους διαφωνούσαν πάρα πολύ ως προς το θέμα του γάμου. Ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ ήταν ερωτευμένος με την Κονστάνς και εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η μητέρα του Μότσαρτ, ενθάρρυνε και ενέκρινε σε μεγάλο βαθμό τον γάμου του. Τελικά ο γάμος έγινε στις 4 Αυγούστου του 1782.Στο ενδιάμεσο ο Λεοπόλδος συνέχιζε να φέρνει αντιρρήσεις. Ο Μότσαρτ και η Κονστάνς απέκτησαν έξι τέκνα, από τα οποία μόνο δύο επέζησαν, ο Κάρλ Τόμας και ο Φρανζ Χάβερ.

Κατά τα έτη 1782-1783, ο Βόλφγκανγκ γοητεύτηκε από την δουλειά του Ιωάννη Σεβάστιαν Μπαχ και του Τζόρτ Φρέντερικ Χέντελ και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συνθέσει διάφορα μουσικά κομμάτια βασισμένα στο Μπαρόκ στυλ, πράγμα που επηρέασε και την μετέπειτα δουλειά του, όπως είναι “ο Μαγικός Αυλός” και ” η Τελική Συμφωνία με αριθμό 41″. Εκείνη την χρονική περίοδο ο Μότσαρτ συνάντησε τον Ιωσήφ Χάϋντ και μεταξύ τους δημιουργήθηκε μια δυνατή σχέση φιλίας. Όταν ο Χάϋντ επισκεπτόταν την Βιέννη, μερικές φορές οι δύο τους έδιναν συναυλίες χωρίς να τις έχουν προετοιμάσει εκ των προτέρων με έγχορδα, συγκροτώντας κουαρτέτα. Μάλιστα, μεταξύ της τριετίας 1782-1785, ο Μότσαρτ έγραψε 6 κομμάτια για Κουαρτέτα, τα οποία αφιέρωσε προς τιμή του Χάύντ.

Η όπερα με τίτλο “Die Entführung” είχε πολύ μεγάλη, άμεση και συνεχή απήχηση και συνακόλουθη επιτυχία καθώς ενίσχυσε και εδραίωσε το όνομα του Βόλφγκανγκ Μότσαρτ και το ταλέντο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η επαγγελματική του επιτυχία επέφερε συγχρόνως και την άνοδο του βιοτικού του επιπέδου, καθώς και ο Βόλφγκανγκ και η σύζυγός του μπορούσαν πλέον να απολαύσουν ένα πλουσιοπάροχο και άνετο βιοτικό επίπεδο. Διέμεναν σε ένα από τα πιο πολυτελή διαμερίσματα των κτιρίων της Βιέννης. Ακόμη, είχαν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τον γιο τους Κάρλ Τόμας στο πιο ακριβό σχολείο, είχαν υπηρετικό προσωπικό και διατηρούσαν ένα ισχυρό κοινωνικό δίκτυο, ασχολούμενοι συνεχώς με αυτό. Το 1783, ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ και η Κονστάνς επισκέφθηκαν το Σάλτζμουργκ, όπου τους υποδέχθηκαν ο Λεοπόλδος και η Νάννερλ λίγο χλιαρά. Ο Λεοπόλδος συνέχιζε να είναι ένας αυστηρός πεθερός ενώ η Νάννερ ήταν μια υπάκουη κόρη. Αυτή όμως η επίσκεψη δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Βόλφγκανγκ Μότσαρτ, ο οποίος ξεκίνησε να γράφει ένα καινούργιο του έργο, από το οποίο τα δύο πρώτα τμήματα με τον τίτλο “Kyrie” και “Gloria,” ολοκλήρωσε. Το 1784 ο Μότσαρτ έγινε μέλος της αδελφότητας των ” Ελεύθερων Μασόνων”, λαμβάνοντας διαταγές από αυτήν, επικεντρωμένος στο φιλανθρωπικό έργο, στην ανύψωση του ηθικού και στην ανάπτυξη αδελφικών σχέσεων. Ο Μότσαρτ ήταν ένα μέλος της αδελφικής κοινότητας το οποίο έχρηζε ιδιαίτερης εκτίμησης και σεβασμού, παρακολουθώντας συνεδρίες και διάφορες άλλες διαδικασίες. Ο Μότσαρτ επηρεάστηκε από αυτή του την ενασχόληση και στα μετέπειτα μουσικά του κομμάτια.

Από το 1782-1785, ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στις αυτοδημιούργητες συναυλίες του ως σολίστ, παρουσιάζοντας στο κοινό 3-4 νέα κοντσέρτα με πιάνο για κάθε σεζόν. Πολλές φορές ήταν δύσκολο το να νοικιάσει κάποιος έναν θεατρικό χώρο στη Βιέννη και έτσι ο Μότσαρτ αποφάσισε να κλείνει για τον εαυτό του ακαθόριστους χώρους, όπως μεγάλα δωμάτια σε διαμερίσματα κτιρίων και αίθουσες χορού σε ακριβά εστιατόρια. Η χρονιά του 1784 αποδείχθηκε η πιο επικερδής για την καλλιτεχνική καριέρα του Μότσαρτ σε όλη την διάρκεια της ζωής του.Κατά τη χρονική διάρκεια μιας πενθήμερης περιόδου σε εβδομαδιαία βάση, αυτός εμφανίστηκε σε 22 συναυλίες, από τις οποίες στις 5 παρουσίασε τα έργα του ως σολίστ. Σε μια συνηθισμένη συναυλία μπορούσε να παίξει μια πληθώρα από υπάρχοντα και αυτοσχέδια κομμάτια καθώς και διάφορα μουσικά κοντσέρτο από πιάνο. Άλλες φορές μπορούσε να διεξάγει συναυλίες με τις συμφωνίες του. Το κοινό παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσήλωση και αφοσίωση τις συναυλίες του Βόλφγκανγκ Μότσαρτ ενώ εκείνος απολάμβανε τον ιδιαίτερο δεσμό του με το κοινό του. Ο δε βιογράφος του Μότσαρτ Μέϊναρτ σημειώνει ότι το κοινό του Μότσαρτ “είχε την ευκαιρία να δει ιδίοις όμασι την μεταμόρφωση και την τελειότητα μιας πολύ μεγάλης μουσικής ιδιοφυΐας”. Ο Μότσαρτ άρχισε να κρατά κατάλογο με τα κομμάτια της μουσικής του, πράγμα που ίσως υποδηλώνει το γεγονός ότι αναγνώριζε την θέση του στην ιστορία της μουσικής.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1780 ο Βόλφγκανγκ Μότσαρτ και η Κονστάνς άρχισαν να έχουν προστριβές και φθορά στη σχέση τους λόγου του υπερπολυτελούς τρόπου ζωής τους. Παρά την επιτυχία του ως πιανίστα και συνθέτη, ο Μότσαρτ άρχισε να έχει πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Συναναστρεφόταν με όλη την αφρόκρεμα της υψηλής κοινωνίας της Ευρώπης και προσδοκούσε λαθεμένα ότι μπορεί να ζει και αυτός με ανάλογο τρόπο ζωής. Διέκρινε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει πιο σταθερό και επικερδές εισόδημα ήτανε με την συναναστροφή του με άτομα μέσα από τις αριστοκρατικές αυλές. Ωστόσο, δεν θα ήταν εύκολο κάτι τέτοιο καθώς μεγάλη απήχηση σε αυτές είχαν οι Ιταλοί συνθέτες . Έντονη δε ήταν η επιρροή του Kapellmeister Antonio Salieri. Η σχέση του Μότσαρτ με τον τελευταίο ήταν αμφιλεγόμενη κι έχουν λεχθεί πολλά γι’ αυτήν.

Δεκαετίες μετά τον θάνατο του Μότσαρτ, οι φήμες οργίαζαν ότι ο Salieri τον είχε δηλητηριάσει. Αυτή η φήμη όμως έγινε γνωστή τον εικοστό αιώνα από το θεατρικό έργο του Πίτερ Σάφερ με τίτλο “Amandeus” καθώς και το 1984 σε μια ταινία με το ίδιο όνομα, την οποία σκηνοθέτησε ο Μίλος Φόρμαν. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν επαρκή και αληθή στοιχεία τα οποία να στηρίζουν αυτήν την εικασία. Αν και οι δύο συνθέτες βρίσκονταν συνεχώς σε έριδα για την ίδια δουλειά και για την προσοχή του κοινού, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ τους πέρα από την τυπική επαγγελματική τους ανταγωνιστική νοοτροπία. Και οι δύο θαύμαζαν ο ένας την δουλειά του άλλου και σε έναν βαθμό είχαν συνεργαστεί στο έργο ονόματι “Per la recuperate salute di Ophelia”.

Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1780, ο Μότσαρτ άρχισε να έχει ακόμη χειρότερα περιουσιακά και οικονομικά προβλήματα. Εκτελούσε συναυλίες όλο και λιγότερο ενώ συγχρόνως το εισόδημά του συρρικνωνόταν. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι είχε ξεσπάσει τότε πόλεμος και οι καλλιτέχνες δεν έχρηζαν της απαιτούμενης προστασίας. Προκειμένου να μειώσει το βιοτικό του επίπεδο, διέμεινε με την οικογένειά του στο προάστιο του Άλσεργκρουντ, πράγμα όμως που δεν επετεύχθη. Ο Μότσαρτ άρχισε τότε να δανείζεται χρήματα από φίλους και γνωστούς και μπορούσε να τα επιστρέψει και να αποπληρώσει τα χρέη του μόνο όταν είχε κάποια πρόταση να παίξει μουσική σε κάποια συναυλία. Τότε έγραψε τις τρεις τελευταίες συμφωνίες του και την τελευταία από τις τρεις “Da Ponte” όπερες, την “Cosi Fan Tutte”, την οποία παρουσίασε για πρώτη φορά το 1790.

Εκείνη την εποχή, ο Μότσαρτ ρίσκαρε να κάνει μεγάλες αποστάσεις από την Βιέννη στο Λίπτσινγκ, το Βερολίνο και την Φρανκφούρτη και σε άλλες γερμανικές πόλεις, ελπίζοντας ότι θα ανασυστήσει την προηγούμενη μεγάλη του επιτυχία και την οικονομική ευρωστία της οικογένειάς του, αλλά μάταια. Κατά την διετία 1788-1789 άρχισε να κάνει “μαύρες σκέψεις”- σύμφωνα με τα λεγόμενά του- και να παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Μότσαρτ έπασχε από μιας μορφής διπολική διαταραχή που εξηγεί τις περιόδους υστερίας που περνούσε, συνδυασμένες με ψήγματα έντονης δημιουργικότητας.

Κατά τη διάρκεια δε των τελευταίων χρόνων που διέμεινε στη Βιέννη, συνέθεσε πολλά από τα πιο γνωστά του έργα, ήτοι τις πιο δημοφιλείς συμφωνίες, του, κοντσέρτα, όπερες και κομμάτια από Ρέκβιεμ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα αριστουργήματά του σε μεγάλο βαθμό έμειναν ανολοκλήρωτα μέχρι τον πρόωρο θάνατό του στην ηλικία των 35 χρόνων του, στις 5 Δεκεμβρίου 1791. Τα ακριβή αίτια του θανάτου του ακόμη και σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί.

ΙΙΙ. Επίλογος

Τα αίτια θανάτου του δεν είναι ακριβή εξαιτίας της περιορισμένης μεταθανάτιας διάγνωσης. Η πιο πιθανή αιτία είναι ότι ο θάνατος από πολύ υψηλό πυρετό, ο οποίος προκλήθηκε από ευαισθησία του Μότσαρτ στο κεχρί. Από τότε κυκλοφόρησαν πολλά σενάρια τα οποία αφορούσαν τα αίτια θανάτου του. Κάποιοι τα απέδωσαν σε ρευματοειδή πυρετό, από τον οποίο έπασχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Μετά τον θάνατο του Μότσαρτ η Κονστάνς πούλησε τα περισσότερα από τα αδημοσίευτα έργα του προκειμένου να αποπληρώσει αναμφίβολα τα υπέρογκα οικογενειακά χρέη. Εκείνη είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει μια σύνταξη από τον αυτοκράτορα και οργάνωνε στη συνέχεια διάφορες επικερδείς συναυλίες εις μνήμην του Μότσαρτ. Από αυτές τις προσπάθειες η Κονστάνς είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει οικονομική ασφάλεια για τον εαυτό της και της επετράπη να στέλνει τα παιδιά της σε ιδιωτικά σχολεία.

Ο Μότσαρτ συνέθεσε πάρα από 600 έργα, τα περισσότερα από τα οποία αναγνωρίστηκαν ως τα κορυφαία κομμάτια της καριέρας του και αποτελούνταν από συμφωνίες, κονσέρτα, για μικρές συναυλίες, όπερες και για χορωδίες. Όσον αφορά το πασίγνωστο “Ρέκβιεμ” που συνιστά μουσική η οποία παίζεται στις νεκρώσιμες ακολουθίες της Καθολικής Εκκλησίας, σημειώνεται ότι αυτό έμεινε ημιτελές. Συνεχίζεται όμως να εκτελείται από διάφορους μουσικούς μέχρι και σήμερα.

Οι δε όπερες του εκθέτουν μια “υπερβατική” ψυχολογική οπτική, μοναδική για την μουσική εκείνης της εποχής και συνεχίζει να κινητοποιεί μουσικούς και λάτρεις της μουσικής μέχρι και σήμερα, χάρη στην ιδιαίτερη γοητεία που διατηρεί. Είναι μέσα στους πιο διαχρονικά δημοφιλείς κλασικούς συνθέτες και η επιρροή του είναι ιδιαίτερα έντονη και προφανής στην ακολουθήσασα Δυτική Μουσική.

Σκάναρε και προχώρησε την έρευνα:Έρευνα, Άννα Παυλίδου

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *