Μάρλον Μπράντο. Ένα από τα πιο γνωστά και λαμπερά ονόματα στην ιστορία της έβδομης τέχνης. Ένας ζωντανός θρύλος, που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή του κινηματογράφου, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του με τις πρωτοποριακές του ερμηνείες, την αινιγματική του προσωπικότητα και τη γοητευτική κι αρρενωπή παρουσία του. Αποτέλεσε είδωλο ομορφιάς, αντισυμβατικότητας και στυλ, εισάγοντας το δραματικό ύφος του ωραίου, ασυμβίβαστου και καταστρεπτικού ή αυτοκαταστροφικού νέου, με το μπλου-τζιν και το φανελάκι, που επηρέασε πολλές γενιές σύγχρονων και μεταγενέστερων Αμερικανών ηθοποιών.
Πρώτα Χρόνια και Καλλιτεχνική Εκπαίδευση
Ο Μάρλον Μπράντο γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1924, στο Ομάχα της Νεμπράσκα. Από νεαρή ηλικία διέπρεπε στα σπορ και την υποκριτική, αλλά ήταν ατίθασος ως μαθητής, γεγονός που οδήγησε στην αποβολή του, τόσο από το σχολείο, όσο και από την στρατιωτική ακαδημία, στην οποία φοίτησε αργότερα. Η απόπειρά του να καταταχθεί στο στρατό ναυάγησε, λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο, γεγονός που τον οδήγησε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και να εγγραφεί στο «Actors Studio» του Λι Στράσμπεργκ, όπου σπούδασε υποκριτική, υπό την καθοδήγηση της Στέλλα Άντλερ. Εκεί, διδάχθηκε τις αρχές του συστήματος Στανισλάβσκι, υιοθετώντας τη «Μέθοδο» υποκριτικής (Method Acting), μια επαναστατική τεχνική που έδινε έμφαση στην ταύτιση με τον υποδυόμενο χαρακτήρα, χρησιμοποιώντας τη συναισθηματική μνήμη και τις εμπειρίες του ίδιου του ηθοποιού, για μεγαλύτερη εμβάθυνση και κατανόηση του ρόλου, καθώς και την απόδοσή του με τη μέγιστη δυνατή αυθεντικότητα. Η εκπαίδευση αυτή, σε συνδυασμό με το έμφυτο υποκριτικό του ταλέντο, ήταν θεμελιώδης για την ανάπτυξη του μοναδικού του στυλ και του έδωσε τα εφόδια για να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο σεβαστούς ηθοποιούς της γενιάς του.
Καριέρα στο Θέατρο και Μετάβαση στον Κινηματογράφο
Ο Μπράντο έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ, το 1944, με το έργο «Θυμάμαι τη Μαμά» (I Remember Mama) και συνέχισε με το Truckline Café, για το οποίο ψηφίστηκε ως ο πιο υποσχόμενος νέος ηθοποιός, λαμβάνοντας πολύ καλές κριτικές, παρά την εμπορική αποτυχία του έργου. Ωστόσο, η ερμηνεία του ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» (A Streetcar Named Desire) του Τενεσί Ουίλιαμς, το 1947, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, ήταν αυτή που τον καθιέρωσε ως σημαντική θεατρική φιγούρα. Η μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο, το 1951, όχι μόνο του έφερε διεθνή αναγνώριση, αλλά και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Χρυσή Εποχή και Βραβεία
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε η πιο παραγωγική και αναγνωρίσιμη περίοδος της καριέρας του Μπράντο, με τις κορυφαίες ταινίες «Βίβα Ζαπάτα!» (Viva Zapata!, 1952), «Ιούλιος Καίσαρ» (Julius Caesar, 1953) και «Σαγιονάρα» (Sayonara, 1957), που του χάρισαν, επίσης, υποψηφιότητες για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως «Το λιμάνι της αγωνίας» (On the Waterfront, 1954), για την οποία κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ και «Ο ατίθασος» (The Wild One, 1953), όπου η εικόνα του ως εξεγερμένος μοτοσικλετιστής έγινε σύμβολο της νεανικής ανυπακοής. Η επόμενη δεκαετία ήταν απογοητευτική για τον ηθοποιό, που ανέλαβε ρόλους σε μέτριες έως κακές ταινίες, με μόνο κριτήριο τη χρηματική απολαβή, ενώ η φήμη του δύσκολου χαρακτήρα του και της προβληματικής συμπεριφοράς του στα γυρίσματα, ενισχύθηκε από την πρώτη και μοναδική σκηνοθετική του απόπειρα με το «Η εκδίκηση είναι δική μου» (One-Eyed Jacks, 1961), που έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Η αναγέννησή του ήρθε την δεκαετία του ‘70, όπου ο Μπράντο επέστρεψε θριαμβευτικά με το ρόλο του Βίτο Κορλεόνε στην ταινία «Ο Νονός» (The Godfather, 1972), του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Η ερμηνεία του αυτή, όχι μόνο του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας του, αλλά άλλαξε τη δυναμική του κινηματογράφου, θέτοντας νέα στάνταρ στην υποκριτική τέχνη.
Προσωπική Ζωή και Πολιτική Δράση
Παρά την επαγγελματική του επιτυχία, η προσωπική ζωή του Μπράντο ήταν γεμάτη προκλήσεις και αντιξοότητες. Οι ταραχώδεις γάμοι και οι πολυάριθμες σχέσεις του με διασημότητες, τροφοδοτούσαν τα μέσα ενημέρωσης, ενώ οι τραγωδίες και τα πικρά διαζύγια σημάδεψαν τη ζωή του. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε τουλάχιστον έντεκα παιδιά από τις συζύγους του, τις ερωμένες του, καθώς και από υιοθεσία. Παράλληλα, έδειξε έντονο ενδιαφέρον για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ενώ υπήρξε ενεργός υποστηρικτής των δικαιωμάτων των Ιθαγενών Αμερικανών, συμμετέχοντας σε πορείες και διαμαρτυρίες. Το 1973, αρνήθηκε να παραλάβει το Όσκαρ για τον «Νονό», παραχωρώντας το βήμα σε μια εκπρόσωπο Ινδιάνα Απάτσι, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων Ινδιάνων στις ΗΠΑ.
Κληρονομιά
Παρά τη μειωμένη συχνότητα κι επιτυχία των ταινιών του, ο Μπράντο παρέμεινε μια αδιαμφισβήτητη δύναμη στον κινηματογράφο; μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 1 Ιουλίου 2004, με ερμηνείες σε ταινίες όπως «Αποκάλυψη, τώρα!» (Apocalypse Now, 1979) και «Μια σκληρή λευκή εποχή» (A Dry White Season, 1989), που επιβεβαίωναν τη συνεχή του ικανότητα να μαγνητίζει το κοινό. Η δέσμευσή του στην αληθοφάνεια και η ικανότητά του να μεταμορφώνεται σε κάθε ρόλο, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για τις νέες γενιές ηθοποιών.
Αντισυμβατικός, ασυμβίβαστος, αντιήρωας. Η ενσάρκωση της επαναστατικής δύναμης και της καλλιτεχνικής ακεραιότητας, ένας άνθρωπος που τολμούσε να σπάσει τους κανόνες και να αμφισβητήσει τις καθιερωμένες νόρμες του Χόλυγουντ. Ο κόσμος τον έβλεπε ως έναν πολυδιάστατο καλλιτέχνη, του οποίου η ενέργεια και η αφοσίωση στην τέχνη του τον κατέταξαν πολύ ψηλά στο πάνθεον των θρύλων της υποκριτικής, επηρεάζοντας βαθιά τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Ενώ οι θαυμαστές του εκτιμούσαν την αυθεντικότητα και το πάθος του, οι κριτικοί αναγνώριζαν την ικανότητά του να μεταμορφώνεται και να ζωντανεύει κάθε ρόλο με μοναδική πειστικότητα. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, τον έχει κατατάξει τέταρτο στη λίστα με τους 25 σπουδαιότερους άνδρες σταρ όλων των εποχών.
Σταυρούλα Καλαμπαλίκη, Ηθοποιός.