Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
λικέρ

ΟΤΑΝ ΤΟ ΛΙΚΕΡ ΑΠΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΟ

Τα αλκοολούχα ποτά έκτος από το γεγονός ότι προσφέρουν μια ιδιαίτερη γεύση όταν τα δοκιμάζουμε, κρύβουν από πίσω τους και μια ιστορία. Τα πρώτα στάδια δημιουργίας του λικέρ ξεκίνησαν από τον 16ο αιώνα.

λικέρ

Οι  πρώτοι πειραματισμοί

Η λέξη «λικέρ» προέρχεται από το λατινικό ρήμα “liquefacere”, δηλαδή διαλύω, το οποίο παραπέμπει στον τρόπο παρασκευής του αλκοολούχου ποτού. Οι μοναχοί γνώριζαν καλά ότι τα βότανα και οι ρίζες έχουν θεραπευτικές ιδιότητες και ότι ένα συμπυκνωμένο διάλυμα αλκοόλ, εκτός από ισχυρό αντισηπτικό, έχει επίσης την ικανότητα να απορροφάται γρήγορα στην κυκλοφορία του αίματος.

Δεδομένου ότι πολλά φάρμακα με βάση το αλκοόλ ήταν πικρά, προστέθηκε μέλι σε αυτά. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα ελιξίρια και τα θεραπευτικά βάμματα, τα οποία οι μοναχοί ονόμαζαν στα λατινικά  «λικέρ».

Μάλιστα, το συγκεκριμένο προϊόν χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο που παρασκευάζονταν από μοναχούς από διάφορα φαρμακευτικά και πικάντικα αρωματικά φυτά. Από αυτά τα ελιξίρια, μόνο λίγα λικέρ έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, όπως, για παράδειγμα, το Arquebuse de l’ Hermitage, το Elixir Vegetal ή το Eau de Melisse.

Ωστόσο, πλέον δίνεται περισσότερο βάση στην ιδιαίτερη γεύση και το άρωμά τους και όχι στις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Η χρήση της μέντας στην παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών στην εποχή μας δεν οφείλεται στην ικανότητά της να αφαιρεί πέτρες από τη χολή και τα νεφρά.

Για αρκετούς αιώνες, η επίπονη δουλειά των δημιουργών των λικέρ οδήγησε στην επιτυχία.

λικέρ

Η δημιουργία

Το περίφημο λικέρ Βενεδικτίνων, που υπάρχει μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε στη Νορμανδία το 1510 από τον Bernardo Viicelli, μοναχό του Τάγματος του Αγίου Βενέδικτου. Η αρχική σύνθεση του «Benedictine» περιελάμβανε περισσότερα από 75 βότανα. Αυτό το ποτό θεωρείται ίσως από τα παλαιότερα στον κόσμο. Για αρκετό καιρό, τα λικέρ παρασκευάζονταν μόνο από βότανα και ρίζες, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη, επειδή προορίζονταν να θεραπεύσει ασθενείς. Βέβαια τον 17ο αιώνα αυτό άρχισε να αλλάζει και να γίνεται πιο διαδομένο για κατανάλωση.

λικέρ

Το λικέρ Curacao

Κατά την περίοδο της Αναγέννησης υπήρχαν μεγάλες ποσότητες μπαχαρικών και αρωματικών που χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή λικέρ. Στη Γαλλία τον 17ο αιώνα είχαν το δικαίωμα να αποστάζουν μόνο οι μοναχοί, οι φαρμακοποιοί και οι αμπελουργοί, ενώ στην Ολλανδία οι νόμοι επέτρεπαν τη δημιουργία του ποτού χωρίς περιορισμούς.

Ένα από τα συστατικά που αξιοποιούσαν ήταν το πορτοκάλι, φύτρωνε στις Αντίλλες της Καραϊβικής Θάλασσας, καθώς η συγκεκριμένη ποικιλία ξεχώριζε λόγω των πικρών πορτοκαλιών που έδιναν μια μοναδική γεύση. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στην Ευρώπη, όταν τα παραλάμβαναν δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Για αυτό τα μούλιαζαν σε οινόπνευμα, ώστε να αποστάξουν το μείγμα, προσθέτοντας ζάχαρη για να μαλακώσει και να γλυκάνει τη γεύση. Έτσι γεννήθηκε το λικέρ Curacao.

λικέρ

Τα στάδια εξέλιξης

Τον 18ο αιώνα, η τεχνική για την παραγωγή λικέρ παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη. ‘Έπειτα το ποτό έγινε ανάρπαστο στις βασιλικές αυλές. Ωστόσο, ο 19ος αιώνας ήταν πραγματικά χρυσός για τα λικέρ, αφού μπήκε στη κατηγορία με τα πιο εμπορικά ποτά, αυξάνοντας έτσι την ποιότητα και τη γκάμα στα ύψη. Η φαντασία των λικεροποιών δεν είχε όρια.

Το λικέρ εκείνης της εποχής ήταν ήδη πολύ διαφορετικό από εκείνο του Μεσαίωνα. Δεν ήταν μόνο δυνατό αλκοολούχο ποτό γεμάτο με έντονα αρώματα βοτάνων, αλλά και ελαφρύ αλκοολούχο ποτό με λεπτή γεύση βανίλιας, κακάο και κρέμας, συνδυασμένο παράλληλα με πορτοκάλι και ακακία. Αξίζει να τονίσουμε ότι η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι περίπου 20% vol. Οι άνδρες προτιμούσαν την πιο έντονη εκδοχή του, με αρωματικά μπαχαρικών της Μέσης Ανατολής. Στη συνέχεια έγινε σταδιακά δημοφιλές και στο γυναικείο κοινό.

Τον 20ο αιώνα, εμφανίστηκαν και τα κοκτέιλ που εξακολουθούμε να τα συναντάμε μέχρι και σήμερα, με κάποια από αυτά να περιέχουν λικέρ. Πλέον υπάρχουν εκατοντάδες μάρκες και ποικιλίες του αγαπημένου αυτού ποτού. Φυσικά, πολλές χώρες ανά τον κόσμο το συμπεριλαμβάνουν ακόμη και σε σοκολατάκια.

λικέρ

Σκάναρε και προχώρησε την έρευνα:

Μάρω Τσαούση, Δημοσιογράφος

 

 

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *