Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ

  «Δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για τον θυμό. Είναι ένα πολύ καλό και ισχυρό συναίσθημα που μας δίνει κίνητρο. Αυτό για το οποίο θα πρέπει να ντρεπόμαστε είναι ο λάθος τρόπος έκφρασής του.»  
Αυτά αποτελούν λόγια, μιας από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ανθροπώτητας. Ο λόγος φυσικά για τον Ινδό πνευματικό ηγέτη και πολιτικό, του οποίου η επιρροή ξεπέρασε τα όρια της χώρας του, Μαχάτμα Γκάντι. 
  Θεωρείται ο πατέρας του Ινδικού εθνικισμού και από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της μη βίας κατά τον 20ο αιώνα. Ο Γκάντι με τη πολιτική και κυρίως με τη πνευματική του στάση έδωσε το έναυσμα για την αρχή τριών επαναστάσεων εκείνης της εποχής, την επανάσταση κατά των φυλετικών διαφορών, της αποικιοκρατίας και της βίας. 
Ανάμεσα στους θαυμαστές του περιλαμβάνονται ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο οποίος έβλεπε στην πολιτική της μη βίας του Μαχάτμα Γκάντι την αντιμετώπιση στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου, αλλά και o Σουηδός, νομπελίστας οικονομολόγος Γκούναρ Μίρνταλ, που χαρακτηρίζει τον Γκάντι «φωτισμένο φιλελεύθερο σε όλα σχεδόν τα πεδία». 
  Ο μέγας αυτός στοχαστής και αισθητής, γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. 
Ο Γκάντι ήταν ένας ντροπαλός φοιτητής, τόσο δειλός που κοιμόταν με τα φώτα αναμμένα ακόμη και ως έφηβος. Στα επόμενα χρόνια, ο Μαχάτμα Γκάντι ξεκίνησε το κάπνισμα και άρχισε να τρώει κρέας. 
  Αν και ενδιαφερόταν να γίνει γιατρός, ο πατέρας του ήλπιζε ότι θα γίνει υπουργός της κυβέρνησης, συνεπώς, η οικογένειά του τον οδήγησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του νομικού. Το 1888, ο 18χρονος Γκάντι έφτασε στο Λονδίνο, για να σπουδάσει τη νομική. Ο νεαρός Ινδός αγωνίστηκε με τη μετάβαση στον δυτικό πολιτισμό. 
  Μετά την επιστροφή στην Ινδία το 1891, ο Γκάντι έμαθε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Αγωνίστηκε να κερδίσει τη θέση του ως δικηγόρος. Στην πρώτη του περίπτωση έμεινε κενός όταν ήρθε η ώρα να διασταυρωθεί ένας μάρτυρας. Αμέσως διέφυγε από την αίθουσα του δικαστηρίου μετά την αποπληρωμή του πελάτη του για τις νομικές του αμοιβές. 
  Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Αργότερα, του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893. 
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. 
  Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του. 
  Κατά την εικοσαετή παραμονή στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί, πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνηση για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή. 
  Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς. Αργότερα, η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.
  Λίγες μέρες αργότερα, το Ινδικό Εθνικό Κόμμα του έγινε μια μαζική πολιτική οργάνωση, που άπλωνε τις ρίζες της σε κάθε πόλη και χωριό της Ινδίας.  Ως το 1920 είχε επεκταθεί σε μία τεράστια πολιτική μορφή. Το μήνυμα του Γκάντι ήταν απλό: Την Ινδία δεν την κρατούσαν υπόδουλη τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών. 
  Έπειτα από αρκετές διαμάχες, ήττες και νίκες του, στις 30 Ιανουαρίου 1948, ενώ ο Γκάντι κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί, δολοφονήθηκε από τον 39χρονο φανατικό ινδουιστή Νατουράμ Γκότσε. 
  Η μεγάλη του θέληση, απαγκίστρωσε μια τεράστια αυτοκρατορία, τη Βρετανική. Με όλη την ψυχική του δύναμη, αγωνίστηκε για τα ανθρώπινα δικαιώματα και βγήκε νικητής. 
«Οφείλω να εκμηδενιστώ όσο ένας άνθρωπος δεν θεωρεί τον εαυτό του, αυθόρμητα, τον τελευταίο ανάμεσα στον κόσμο, δεν υπάρχει σωτηρία γι’ αυτόν». 

Σκάναρε και ακολούθησε το νήμα της έρευνας:

Έρευνα, Βάγια Χρυσού Ζέρβα

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *