Όλα ξεκίνησαν όταν ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, η θρησκεία του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, παρά τις αντιξοότητες που συνάντησε. Κατά τη διάρκεια της διάδοσης του Χριστιανισμού, έγιναν πάρα πολλοί διωγμοί και βασανιστήρια εκ μέρους των Ιουδαίων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ενώ σαρκαστική αντιμετώπιση φαίνεται ιστορικά πως υπήρξε εκ μέρους των εθνικών λόγιων και των ειδωλολατρών. Αυτά ήταν τα κυριότερα προβλήματα, όλα όμως αποτελούσαν εξωγενείς παράγοντες για την θρησκεία. Αντιθέτως, το σοβαρότερο εσωτερικό πρόβλημα του Χριστιανισμού ήταν οι αιρέσεις.
Με τον όρο αίρεση εννοούμε κάθε συνειδητή παρέκκλιση από την καθιερωμένη και επίσημη διδασκαλία μιας θρησκείας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Χριστιανικής Εκκλησίας, από ένα ή και περισσότερα μέλη της. Η παρέκκλιση αυτή εκδηλώνεται με τον προφορικό ή και τον γραπτό λόγο, ως αμφισβήτηση της αυθεντικότητας του περιεχομένου ή και του δόγματος.
Πώς, όμως, αντιμετώπισε τις αιρέσεις η Χριστιανική Εκκλησία;
Η Χριστιανική Εκκλησία ήρθε, ήδη από την ίδρυσή της, αντιμέτωπη με πολλές και διαφορετικού δογματικού περιεχομένου αιρέσεις. Πολλές αιρέσεις, οι οποίες αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα της διδασκαλίας της στην Τριαδολογία, τη Χριστολογία, τη Σωτηριολογία και την Εκκλησιολογία. Για την αντιμετώπιση των αιρέσεων, λοιπόν, ενεργοποιήθηκε η θεολογική μαρτυρία της Πατερικής γραμματείας, συγκλήθηκαν τοπικές, αρχικά και Οικουμενικές, στη συνέχεια, Σύνοδοι, με σκοπό την ορθή οριοθέτηση της Ορθοδοξίας και της αίρεσης, όπως επίσης και τη σωτηριολογική αξία αυτής της διάκρισης.
Οι σημαντικότερες αιρέσεις
Γνωστικισμός
Ο Γνωστικισμός είναι ο περιληπτικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνολο των θεωριών που διαμορφώθηκαν αντίθετα προς τη Χριστιανική διδασκαλία, από τον 1ο έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Στις δοξασίες τους, οι οπαδοί του Γνωστικισμού είχαν αναμείξει ιδέες από τους Νεοπλατωνικούς, τους Νεοπυθαγόρειους και τους Χριστιανούς. Βασικό δόγμα του Γνωστικισμού είναι το δόγμα της γνώσης, σύμφωνα με το οποίο η γνωστική ικανότητα δόθηκε “εκ θείας αποκαλύψεως” σε λίγους, εκλεκτούς και μυημένους. Υπάρχουν και αρκετές υποαιρέσεις του Γνωστικισμού . Οι Νικολαΐτες για παράδειγμα, πίστευαν ότι “το σώμα πρέπει να βυθίζεται μέσα στις ηδονές, να φθείρεται από τις καταχρήσεις κι έτσι να τιμωρείται”. Έλεγαν πως “όσο περισσότερες αμαρτίες και ηδονές προκαλεί ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο θα προκαλέσει το θείο έλεος και τη χάρη του Θεού”.
Αρειανισμός
Η σημαντικότερη χριστιανική αίρεση του 4ου αιώνα είναι ο Αρειανισμός. Ιδρυτής του ήταν ο πρεσβύτερος και θεολόγος Άρειος. Οι Αρειανιστές, όπως ονομάστηκαν οι υποστηρικτές της αίρεσης αυτής, απέρριπταν τη φυσική θεότητα του Ιησού Χριστού και υποστήριζαν ότι ο Υιός του Θεού και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Θεοί, αλλά μόνο δημιουργήματά Του. Επίσης, ο Αρειανισμός είχε μεγάλη απήχηση στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Καταδικάστηκε, όμως, από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, το 325 μ.Χ.. Η καταδίκη του Αρειανισμού εξουδετέρωνε τα βασικά στοιχεία της αίρεσης, με την προβολή της ταυτότητας του Υιού και του Πατρός και κατά συνέπεια, της φυσικής θεότητας του Υιού και του Λόγου του Θεού. Ο όρος “ομοούσιος”, που προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως, στο “Πιστεύω” της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, έγινε ακριβώς για τη διάκριση της αίρεσης από την Ορθοδοξία.
Νεστοριανισμός
Θεμελιωτής του Νεστοριανισμού ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Νεστόριος, ο οποίος καταδίωξε αλύπητα τους Αρειανιστές και δίδασκε ότι η Παναγία δεν ήταν δυνατόν, ως άνθρωπος, να γεννήσει “ένα άκτιστο ον όπως ήταν ο Λόγος, αλλά μόνον άνθρωπο, όργανο της θεότητας”. Έτσι, ο Νεστόριος αποκαλούσε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Ακόμη, στον Ιησού Χριστό αναγνώριζε δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη και πίστευε πως ανάμεσά τους υπήρχε μια απλή συνάφεια. Ο Νεστόριος είχε πολλούς εχθρούς, από τους οποίους απαλλάχθηκε το 429 μ.Χ.. Το 430μ.Χ., όμως, ο Πάπας Σελεστίνος και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Κύριλλος Α’, οργάνωσαν ξεχωριστές Συνόδους, οι οποίες ανακήρυξαν τον Νεστόριο ως αιρεσιάρχη. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στην Έφεσο το 431μ.Χ., καθαίρεσε και εξόρισε τον Νεστόριο, που τελικά πέθανε, το 451μ.Χ., στην αιγυπτιακή όαση Χάργκα.
Μονοφυσιτισμός
O Μονοφυσιτισμός είναι μία από τις σημαντικότερες χριστιανικές αιρέσεις. Ιδρυτής της υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, γι’ αυτόν τον λόγο και ο Μονοφυσιτισμός είναι γνωστός και ως Ευτυχιανισμός. Ο Ευτυχής υποστήριζε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε μόνο μία φύση, θεία και ανθρώπινη μαζί. Απέρριπτε τη δυνατότητα ανάμειξης των δύο φύσεων και πίστευε ότι δεν υπέφερε για τους ανθρώπους ο Χριστός, αλλά ο Θεός. Εκτός από τον Ευτυχή, τις μονοφυσιτικές δοξασίες διατύπωσαν οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Κύριλλος Α’ και Διόσκορος Α’, οι οποίοι καταπολεμούσαν, ταυτόχρονα, την Ορθοδοξία και τον Νεστοριανισμό. Ανάμεσα στους Ορθόδοξους και τους Μονοφυσίτες, υπήρξαν αιματοχυσίες και αφορισμοί. Ο Μονοφυσιτισμός, που είχε μεγάλη επιρροή στις Ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο), αύξησε τη δυσαρέσκεια των πληθυσμών των περιοχών αυτών, οι οποίοι, πιεσμένοι και από την σκληρή οικονομική πολιτική του Βυζαντίου, κατακτήθηκαν εύκολα από τους Άραβες. Αν και ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε από τη Γ’ και Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα, το 451μ.Χ., επιβίωσε στη διδασκαλία πολυάριθμων αιρέσεων και εθνικών Εκκλησιών, ορισμένες από τις οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα, όπως η Κοπτική Εκκλησία, η Ιακωβιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ, που ονομάζονται Συροορθόδοξοι Χριστιανοί και η Αρμένικη Εκκλησία.
Υπήρχαν και πολλές άλλες αιρέσεις, η ισχύς των οποίων, όμως, δεν ήταν τόσο μεγάλη και το έργο τους δε διαδόθηκε με τον ίδιο δυναμισμό στους λαούς εκείνων των εποχών, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν και αφανίστηκαν από τον χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Χριστιανισμού. Τον σπουδαιότερο και σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, στην κατάταξη και τον διαχωρισμό του Χριστιανισμού και των αιρέσεων, έπαιξαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι που πραγματοποιήθηκαν.
Ίλια Μπανταβάνη, Δημοσιογράφος