Το ‘’…και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’’, το γνωρίζουμε σίγουρα όλοι, καθώς είναι το αναμενόμενο τέλος κάθε παιδικού παραμυθιού. Μεγαλώνοντας, όμως, ήρθαμε αντιμέτωποι με την πικρή και ρεαλιστική πραγματικότητα, δηλαδή πως δυστυχώς, δεν έχουν όλες οι ιστορίες, αλλά ούτε και τα παραμύθια, αίσιο και καλό τέλος.
Για τους προγόνους μας, παραμύθι ήταν οι ιστορίες που λέγανε οι ενήλικες άνθρωποι μεταξύ τους, αφού είχαν κοιμηθεί τα παιδιά της οικογένειας. Συνήθως, το παραμύθι ήταν μια λαϊκή ιστορία που επινοούσαν μεταξύ τους, για να διασκεδάσουν. Με τις εποχές, βέβαια, αυτό άλλαξε και σήμερα, χρησιμοποιώντας την λέξη παραμύθι, απευθυνόμαστε ως επί το πλείστον σε παιδιά.
Και πάλι, τα παραμύθια συνηθίζεται να λέγονται κατά τις βραδινές κυρίως ώρες, όχι όμως για να διασκεδάσουν, αλλά για να κοιμίσουν και να χαλαρώσουν ένα παιδί. Επίσης, τα παιδικά παραμύθια έχουν ως στόχο να εκπαιδεύσουν το παιδί και να του διδάξουν κάτι πολύ σημαντικό, μέσα από τις ιστορίες τους.
Αν, ως ενήλικες, ξαναδιαβάζαμε αυτά τα παιδικά παραμύθια που είχαμε αγαπήσει ως παιδιά, στην αληθινή τους όμως εκδοχή, σίγουρα τα όσα θα ανακαλύπταμε, θα μας ξάφνιαζαν.
Ας δούμε μερικά από τα πιο αγαπημένα και γνωστά παιδικά παραμύθια, στην κανονική τους εκδοχή.
Η Κοκκινοσκουφίτσα
Πάρα πολλές εκδοχές αυτής της ιστορίας έχουν γραφτεί και ειπωθεί ανά τους αιώνες, χωρίς, ωστόσο, να αποκλίνουν πολύ από τη βασική ιστορία. Η εκδοχή των αδερφών Γκριμ, η αυθεντική και πρώτη ιστορία, θέλει τον λύκο να καταβροχθίζει τη γιαγιά και την «Κοκκινοσκουφίτσα». Ωστόσο, η μεγαλύτερη έκπληξη στην πλοκή της ιστορίας είναι το γεγονός ότι ο κυνηγός, που περνάει τυχαία από τον τόπο του εγκλήματος, μέσα στο δάσος, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, εφόσον περιγράφεται ως κατοικημένη περιοχή και άρα θα έπρεπε να απαγορεύεται το κυνήγι! Σε κάθε περίπτωση, παρά την “αδικαιολόγητη” παρουσία του, αναλαμβάνει τον ρόλο του ήρωα, αφού κόβει την κοιλιά του λύκου με ένα ψαλίδι και σώζει γιαγιά και εγγονή. Αν και αίσιο το τέλος αυτής της ιστορίας, μια τέτοια εικόνα θα φάνταζε τρομερά φρικιαστική στα μάτια των παιδιών. Έτσι, δημοσιεύτηκε, τελικά, η ιστορία με μια μικρή παραλλαγή.
Μια μια άλλη εκδοχή επίσης, αυτή του Perrault, λέει πως γράφτηκε με σκοπό να προειδοποιήσει τις γυναίκες από τα σεξουαλικά «αρπακτικά» εκείνης της εποχής. Φαίνεται, λοιπόν, πως η ουσία της ιστορίας είναι πολύ βαθύτερη από αυτή που μπορεί ένα παιδικό και αθώο μυαλό να επεξεργαστεί και να αντιληφθεί.
Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι
Η ιστορία της «Χιονάτης και των επτά νάνων», αποτελεί την αφετηρία και την αφορμή να μετατραπούν πολλές ιστορίες σε παιδικά παραμύθια. Αν και φαντάζει πολύ τρυφερή και αθώα, δεν παύει να μπαίνει στη λίστα με τις πιο τρομακτικές ιστορίες. Ίσως, είναι από τις λίγες ιστορίες που διατήρησαν φρικιαστικές λεπτομέρειες, αν και επρόκειτο για παιδικό παραμύθι. Για παράδειγμα, το να παραδοθεί η καρδιά της νεαρής Χιονάτης σε ένα κουτί, ως επιθυμία της κακιάς βασίλισσας, είναι μια πληροφορία που διατηρήθηκε. Η εκδοχή των αδερφών Γκριμ, ωστόσο, κρύβει ακόμη περισσότερες τρομακτικές σκηνές, με μία από αυτές να δείχνει την κακιά βασίλισσα να αναγκάζει την Χιονάτη να ζεστάνει τα παπούτσια της σε αναμμένα κάρβουνα και να χορεύει με αυτά στο γάμο της, μέχρι να πέσει νεκρή.
Η Σταχτοπούτα
Από τα πιο γνωστά, όμορφα και λαμπερά, θα έλεγε κανείς, παιδικά παραμύθια. Ένα παραμύθι που μεγάλωσε και συνεχίζει να μεγαλώνει, με διαφορετική εκδοχή, γενιές και γενιές ανθρώπων. Η ιστορία της Σταχτοπούτας γράφτηκε για πρώτη φορά το 1697, από τον Charles Perrault και θυμίζει πολύ το παιδικό παραμύθι που όλοι γνωρίζουμε. Μια άλλη εκδοχή της ιστορίας, όμως, που γράφτηκε επίσης από τους αδελφούς Γκριμ, οι οποίοι επηρεάστηκαν από αυτή του Perrault, είναι αρκετά πιο φρικτή από αυτή που ήδη γνωρίζουμε. Στο παιδικό παραμύθι, παρατηρούμε τον πρίγκιπα να αναζητά τη Σταχτοπούτα με κριτήριο το γυάλινο γοβάκι που φορούσε και το οποίο άφησε πίσω της στον χορό, φεύγοντας βιαστικά τα μεσάνυχτα. Οι δύο θετές αδελφές της Σταχτοπούτας δοκιμάζουν άσκοπα το γοβάκι, μιας και τα πόδια τους είναι πολύ μεγάλα γι’ αυτό, με αποτέλεσμα ο πρίγκιπας να εντοπίσει, τελικά, την Σταχτοπούτα και να την παντρευτεί. Αντίθετα, η εκδοχή των αδερφών Γκριμ θέλει η κακιά μητριά να δίνει κρυφά ένα μαχαίρι στη μεγαλύτερη από τις δύο κόρες της, διατάζοντάς τη να κόψει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της, για να χωρέσει στο γυάλινο γοβάκι. Ο πρίγκιπας ξεγελιέται και φεύγει μαζί της, μέχρι που δύο περιστέρια που μιλάνε, τον ειδοποιούν για το ματωμένο παπούτσι της. Στη συνέχεια, η μικρότερη, θετή κόρη, προσπαθεί με τη σειρά της και υπό τη διαταγή της μητέρας της, να τον κοροϊδέψει, κόβοντας τη φτέρνα της, αλλά τα περιστέρια προειδοποιούν και πάλι τον πρίγκιπα. Όταν, τελικά, ο πρίγκιπας αναγνωρίζει τη Σταχτοπούτα, οι δύο θετές αδελφές της παρευρίσκονται στον γάμο τους, με τα περιστέρια να τις τυφλώνουν, βγάζοντάς τους τα μάτια.
Ίλια Μπανταβάνη, Δημοσιογράφος.