Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, ο Σπύρος Λούης ήταν επίσημος προσκεκλημένους του Αδόλφου Χίτλερ και περιέγραψε τη φιλοξενία.
Ο Λούης, 40 χρόνια μετά την ιστορική του πρωτιά στον Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα (1896), ήταν πολύ χρήσιμος στην προπαγάνδα του Χίτλερ. Ο ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας ήθελε να διοργανώσει τους πιο λαμπερούς αγώνες στην ιστορία. Δεν είχαν γίνει και πολλές διοργανώσεις τότε. Παράλληλα ήθελε να δείξει τη δύναμη και την υπεροχή της πατρίδας του.
Η Γερμανία, ηττημένη και ταπεινωμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν και πάλι δυνατή. Ο Χίτλερ ήθελε τον Λούη να βρίσκεται εκεί ως σύμβολο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Λούης προσέφερε κλαδί ελιάς στον Γερμανό δικτάτορα.
Ο Λούης περιέγραψε λεπτομερώς τη φιλοξενία από την πλευρά του Χίτλερ και των ναζί. Και είναι ξεκάθαρο ότι ο ηγέτης των Γερμανών είχε δώσει σαφή εντολή να φερθούν στον 63χρονο τότε άνδρα, όχι απλώς φιλόξενα αλλά πολύ παραπάνω. Να του κάνουν όλα τα χατίρια.
Πως περιέγραψε ο Λούης τη ναζιστική φιλοξενία
Σε κάποιο τραπέζι που του είχε παραθέσει ο Δήμαρχος Βερολίνου, ο Λούης δεν άγγιζε τη μπύρα. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έπινε, απάντησε ότι προτιμούσε μόνο ρετσίνα αλλά κι ελληνικά τσιγάρα. Μέσα σε τρεις μέρες του έδωσαν ένα κασόνι με ρετσίνα και άλλο ένα με ελληνικά τσιγάρα! Παράλληλα παραπονέθηκε για τη στάση των Ελλήνων συνοδών της Ολυμπιακής Αποστολής στο Βερολίνο που τον είχαν παρατήσει στην τύχη του. Κι όπως έλεγε αν δεν υπήρχε η φιλοξενία των Γερμανών συν κάποια δικά του χρήματα, θα περνούσε πολύ άσχημα.
Οι Γερμανοί τον πήγαν σε μουσεία, σε ζωολογικούς κήπους, σε θέατρα και κινηματογράφους, σε επίσημα κέντρα. Είτε με αυτοκίνητο, είτε με σιδηρόδρομο ή τραμ. Και στο τέλος τον έβαλαν σε ένα αεροπλάνο ώστε να δει από ψηλά το Βερολίνο και τα προάστια.Απ΄όπου περνούσε με τη φουστανέλα του οι ντόπιοι τον αναγνώριζαν και τον χειροκροτούσαν. Φωνάζοντας «Χάιλ Γκρίκελαντ, Χάιλ Λούης»!
Ο ίδιος φέρεται να είπε πως «πέρασα τόσα κράτη. Πουθενά δε μου έψαξαν τις βαλίτσες. Μόλις ήρθα εδώ γύρευαν να τις ψάξουν. Μια ώρα με ρωτούσαν στη Θεσσαλονίκη τι έχω στις βαλίτσες μου. Εμένα που μου έκαναν τόπο όλοι στη Γερμανία για να περάσω, να με ρωτούν στην Ελλάδα τι έχω στις βαλίτσες μου. Και τι ήμουν; Έμπορος ή τραπεζίτης; Ακόμα και στη Γερμανία μου έλεγαν οι δικοί μας να φύγω γρήγορα για το Μαρούσι. Γιατί; Επειδή ζήλευαν τις περιποιήσεις που μου έκαναν. Σας παρακαλώ γράψτε τα όπως τα λέω».
Σκάναρε και δες περισσότερα
Μαρίλη Μπουφίδου, Δημοσιογράφος