Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟ

Ο όρος και η έννοια της λέξης Νεοέλληνας

Η λέξη Νεοέλληνας είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις «νέος» και «Έλληνας». Γνώστες και μύστες των δύο εννοιών, θα πουν πως η λέξη ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ευρέως, μετά τη δεκαετία του 1830 και αφορούσε στους Έλληνες που έζησαν από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, το 1828  και μετά. 

Υπήρξε μεγάλη αμφισβήτηση αναφορικά με τη σχέση των νεοελλήνων και των αρχαίων  Ελλήνων. Πολλοί ισχυρίζονταν ότι το ελληνικό γένος εξέλιπε – ήδη με την έλευση του Χριστιανισμού – πριν από τον Μεσαίωνα και ότι, συνεπώς,  δεν υπήρξε βιολογική συνέχεια ανάμεσα στους Αρχαίους Έλληνες και τους Νεοέλληνες. 

Υπάρχει, λοιπόν, η θεωρία πως ονομαστήκαμε «Έλληνες» διότι οι Επαναστάτες μιλούσαν μια γλώσσα παρόμοια με την αρχαία ελληνική και για τον λόγο αυτόν, μας αποκάλεσαν έτσι οι Φιλέλληνες. Οι γνωστοί φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι, Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, ακολουθώντας τον Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, του οποίου το έργο εκτιμούσαν δεόντως,  πίστευαν ότι ο σύγχρονος, ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής,  που διατήρησε, όμως, την ελληνική γλώσσα.

 

Ανέφεραν, πιο συγκεκριμένα, πως οι Έλληνες της Τουρκίας ήταν, ως επί το πλείστον, σλαβικής καταγωγής, υιοθέτησαν, ωστόσο, τη σύγχρονη, ελληνική γλώσσα, με εξαίρεση λίγες ευγενικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, στις οποίες αποδίδεται το ελάχιστο, καθαρό, ελληνικό αίμα που υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδα.

Μελετώντας τις αξίες που διαμόρφωσαν τον Νεοέλληνα, θα έλεγε κανείς ότι έχει μια συμπεριφορά που ταλαντεύεται μεταξύ «υπακοής και εκρήξεως», ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, σε ένα θεμελιώδες έλλειμμα ατομικής ευθύνης, που διασπά τον Εθνικό, συλλογικό του εαυτό.

Διαβάζει ο Νεοέλληνας;

Η σύγχρονη Ελλάδα φαίνεται να βυθίζεται, όλο και περισσότερο, σε μια ολόπλευρη οικονομική, κοινωνική, πολιτική, αλλά προ πάντων πολιτισμική κρίση.

Οι ολοσχερείς αλλαγές που σημειώθηκαν τα τελευταία τριάντα με σαράντα χρόνια, ανέτρεψαν πολλές από τις παραδοσιακές σταθερές, με πολύ βίαιο τρόπο, ώστε κατέστη αδύνατο να αφομοιωθούν από τον νεοέλληνα. Από το φανάρι λαδιού για φωτισμό και το ψυγείο με πάγο, το πέρασμα στο εξοχικό, το φουσκωτό, το 4Χ4 και την Mercedes, ήταν αστραπιαίο. Βρήκε τον νεοέλληνα ζαλισμένο και ανέτοιμο να αφομοιώσει την τρομερή αυτή αλλαγή.

Με όλα αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, ας δούμε την ανάγκη του νεοέλληνα για γνώση και ανάγνωση.

Πόσα βιβλία διαβάζει o Έλληνας τον χρόνο, άραγε; Μια έρευνα που διεξήχθη μετά την πανδημία του Covid 19, για την αναγνωστική μας πρακτική, έδειξε ότι το 35% του ελληνικού πληθυσμού, δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο! Οι μέτριοι αναγνώστες, διαβάζουν από ένα έως τέσσερα βιβλία τον χρόνο και ανέρχονται σε ποσοστό 34%, ενώ μόνο το 31% του πληθυσμού διαβάζει πάνω από πέντε βιβλία ετησίως.

Βέβαια, η σημερινή μας εικόνα, σε σχέση με προηγούμενη έρευνα που διεξήχθη το 2008, από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), είναι βελτιωμένη, καθώς τότε, το 65% δήλωνε ότι δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο!

Μετά το πέρας της πανδημίας, που ο ελληνικός λαός κλήθηκε να επιστρέψει πια στη δουλειά του, για δια ζώσης εργασία, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά, εξακολουθεί, ωστόσο, να παραμένει μεγάλο, αφού αγγίζει το 35% του ελληνικού πληθυσμού.

Αναφορικά τώρα με τις προτιμήσεις των νεοελλήνων αναγνωστών, πρώτη σε προτίμηση έρχεται η ελληνική λογοτεχνία, ακολουθεί η ξένη λογοτεχνία και το αστυνομικό μυθιστόρημα, η ψυχολογία και οι κοινωνικές επιστήμες.

Δεν ξέρω αν μας λείπει ο χρόνος ή αν, τελικά, μας λείπει η διάθεση για διάβασμα. Αν μας είναι πιο εύκολο απλά να ανοίξουμε την τηλεόραση, που μας δίνει έτοιμη την εικόνα και το περιεχόμενο ή ένα audio book, που συνοδεύεται από την απαλή, χαλαρωτική  φωνή του εκφωνητή και μας συνοδεύει στην εργασία μας,  δίχως την παραμικρή προσπάθεια από πλευράς μας. 

Θα παραθέσω, κλείνοντας, ένα, κατά τη γνώμη μου, πολύ ταιριαστό γνωμικό, δια στόματος Δημητρίου Καμπούρογλου, Έλληνα γνωμικογράφου (1854-1900) που, μολονότι έζησε τον περασμένο αιώνα, παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ!

«Δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως εις την Ελλάδα, διά την οποίαν εγράφησαν τα περισσότερα βιβλία και όπου διαβάζονται τα ολιγώτερα.»

Φωτεινή Παπάζογλου, Δημοσιογράφος

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *