Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

SINEAD O’CONNOR VS ΠΑΠΑ ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΥΛΟ Β’

NOTHING COMPARES TO HER

Το όνομά της, συνυφασμένο με τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν εμφανίστηκε με το ανατρεπτικό – για την εποχή – ξυρισμένο της κεφάλι και τα δάκρυά της στο επίμονο κοντινό της πλάνο, στο βίντεο του “Nothing Compares 2 U”. Και κάπως έτσι, η διασημότητα της χτύπησε την πόρτα!

Ο λόγος, φυσικά, για τη  Σινέντ Μαρί Μπερναντέτ Ο’ Κόνορ ή κατά κόσμον, Σινέντ Ο’ Κόνορ, τραγουδίστρια και τραγουδοποιό, γεννημένη στην Ιρλανδία, στις 8 Δεκεμβρίου του 1966.

Έγινε παγκοσμίως γνωστή με τον  πρώτο δίσκο της, με τίτλο The Lion and the Cobra, που κυκλοφόρησε το 1987. Με τον δεύτερο κατά σειρά δίσκο της, I Do Not Want What I Haven’t Got (1990), έλαβε διθυραμβικές κριτικές και έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία της, πουλώντας πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.

Το πρώτο single, “Nothing Compares 2 U”, ανακηρύχθηκε το 1990 το νούμερο ένα single από το Billboard Music Awards και την καθιέρωσε ως κορυφαία ερμηνεύτρια στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.  Συνεργάστηκε με πολλούς διάσημους καλλιτέχνες και έκανε πολλές εμφανί

σεις σε συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ  ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Κατά τη διάρκεια της μουσικής της καριέρας, μέσα από την ειλικρίνεια και τις κοινωνικοπολιτικές της απόψεις, τον ακτιβισμό, τα τραύματα και τους αγώνες της με την ψυχική υγεία, κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματά της, το 2021, με τίτλο Rememberings, τα οποία κατάφεραν να γίνουν μπεστ-σέλλερ.
Το 1999 χειροτονήθηκε ιερέας από τη Λατινική Τριδεντική Εκκλησία, μια αίρεση που όμως δεν αναγνωρίζεται από την κύρια Καθολική Εκκλησία. Μίλησε ανοικτά για καυτά θέματα σχετικά με την κακοποίηση παιδιών, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον αντιρατσισμό, την οργανωμένη θρησκεία και τα δικαιώματα των γυναικών.

Πάμε να δούμε, όμως, πώς μια διάσημη pop τραγουδίστρια, έρχεται αντιμέτωπη με τον  Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, Επίσκοπο της Ρώμης και επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ – ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΙΣΜΕΝΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Όλα ξεκίνησαν όταν, στις 3 Οκτωβρίου 1992, η Ο’ Κόνορ έκανε την εμφάνισή της στην αμερικανική βραδινή τηλεοπτική εκπομπή Saturday Night Live, ως μουσικός καλεσμένος.

Τραγούδησε ακαπέλα  την εκδοχή του τραγουδιού «War» του Μπομπ Μάρλεϊ, του 1976, το οποίο προοριζόταν ως διαμαρτυρία κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από την Καθολική Εκκλησία και της συνεχιζόμενης συγκάλυψής της.

Στη συνέχεια, έδειξε στην κάμερα μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ, ενώ τραγουδούσε τη λέξη «evil», δηλαδή κακός, έσκισε τη φωτογραφία σε μικρά κομμάτια, λέγοντας «Fight the real enemy» (πολεμήστε τον πραγματικό εχθρό) και πέταξε τα κομμάτια προς την κάμερα. Τα λόγια της αιωρούνταν στον αέρα, καθώς έσβηνε τα κεριά που ήταν τοποθετημένα σε ένα τραπέζι στο πλάι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το περιστατικό αυτό συνέβη εννέα χρόνια πριν ο Ιωάννης Παύλος Β’ αναγνωρίσει την σεξουαλική κακοποίηση εντός της Εκκλησίας.

Οι ιθύνοντες του Saturday Night Live δε γνώριζαν τίποτα για το σχέδιο της Ο’Κόνορ καθώς, κατά τη διάρκεια της πρόβας, κράτησε ψηλά μια φωτογραφία ενός νεκρού παιδιού πρόσφυγα, αντί του Πάπα Ιωάννη του Β’, όπως έκανε στο live.

Το κοινό έμεινε εντελώς σιωπηλό, χωρίς αποδοκιμασίες ή χειροκροτήματα.

Άνθρωποι από όλο τον κόσμο παρακολούθησαν τη ζωντανή εμφάνιση της Ο’Κόνορ την οποία, το εξώφυλλο της New York Daily News,  χαρακτήρισε ως «Ιερό Τρόμο». Το NBC έλαβε περισσότερα από 500 τηλεφωνήματα την Κυριακή και άλλα 400 τη Δευτέρα, με όλα, εκτός από επτά, να επικρίνουν την Ο’Κόνορ για αυτήν της την κίνηση. Συνολικά το δίκτυο έλαβε 4.400 τηλεφωνήματα.

Πέραν της διαμαρτυρίας της για την παιδική κακοποίηση εντός του κύκλου της καθολικής εκκλησίας, η  Σινέντ είχε έναν ακόμη λόγο που την έκανε να προβεί σε αυτή της την κίνηση.

Η μητέρα της, Μαρί Ο’ Κόνορ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της, της “έμπνευσης”,  καθώς είχε από παιδί μια τραυματική σχέση μαζί της.

Η μητέρα της, λοιπόν, την χτυπούσε και την κλωτσούσε όταν ήταν παιδί. “Η μητέρα μου ήταν μία πολύ βίαιη, καθόλου υγιής γυναίκα”, ανέφερε στο βιβλίο της “Nothing Compares” και συνέχισε,”Η αιτία της δικής μου κακοποίησης ήταν η επίδραση της Εκκλησίας σε αυτή τη χώρα και στη μητέρα μου. Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία ξυλοκοπούμενη, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών κάτω από τις οποίες μεγάλωσε η μητέρα μου. Θα παρομοίαζα την Ιρλανδία με ένα κακοποιημένο παιδί”.

Σε μια συνέντευξη του 2002 στο Salon, όταν ρωτήθηκε αν θα άλλαζε κάτι από την εμφάνισή της στο SNL, η Ο’ Κόνορ απάντησε: «Διάολε, όχι!». Στο βιβλίο της «Αναμνήσεις» του 2021, δήλωσε για το περιστατικό: «Όλοι θέλουν μια ποπ σταρ, βλέπετε, αλλά εγώ είμαι μια τραγουδίστρια διαμαρτυρίας. Απλά είχα πράγματα που ήθελα να βγάλω από μέσα μου. Δεν είχα καμία επιθυμία για φήμη».

ΔΙΚΑΙΩΜΕΝΗ ΜΕΝ, ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΤΑΘΗΣ ΔΕ

Το γεγονός ότι είχε δικαιωθεί για την πράξη της, να σκίσει την εικόνα του Πάπα και να εκθέσει τη σκληρή πραγματικότητα των όσων συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες, αποδείχτηκε κακό για εκείνη.

“Θεωρήθηκε τρελή και απρόβλεπτη, προκαλώντας το τέλος της καριέρας της”, όπως μας λέει η Linda Coogan Byrne, δημοσιογράφος που έχει ερευνήσει τις ανισότητες μεταξύ των φύλων στις λίστες αναπαραγωγής του ραδιοφώνου σε Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο. “Η Σινέντ Ο’ Κόνορ αποτέλεσε συχνά αντικείμενο παρωδίας στη λαϊκή κουλτούρα. Κάθε φορά που μιλούσε, τη χλεύαζαν καθώς οι γυναίκες που έχουν κάτι να πουν, θεωρούνται πάντα κάτι επικίνδυνο”.

Το τέλος της Ο’ Κόνορ, ως εμπορικής δύναμης της Αμερικής, ήρθε μετά από το Pope-statement . Δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στα charts, αλλά ούτε και σε τηλεοπτικές εκπομπές υψηλής τηλεθέασης.

Στην Ιρλανδία, ωστόσο, ενέπνευσε μια γενιά γυναικών καλλιτεχνών που είχαν επιτέλους κάποιον να θαυμάσουν – τραγουδίστριες όπως η Dolores O’Riordan των Cranberries και η Róisín Murphy που, όπως και η  Ο’ Κόνορ, αρνήθηκαν να αφήσουν τη βιομηχανία να τους πει τι μπορούσαν ή δε μπορούσαν να κάνουν.

Το 2017, η Ο’ Κόνορ άλλαξε το όνομά της σε Magda Davitt. Αφού ασπάστηκε το Ισλάμ, το 2018, το άλλαξε σε Shuhada’ Sadaqat. Ωστόσο, συνέχισε να ηχογραφεί και να εμφανίζεται με το βιολογικό της όνομα.

Η οικογένειά της, ενημέρωσε τα Μ.Μ.Ε. για την απώλειά της, στις 26 Ιουλίου του 2023, χωρίς όμως να αναφερθεί στην ακριβή ημερομηνία ή την αιτία θανάτου της.

Ήταν μόλις 56 ετών.

Φωτεινή Παπάζογλου, Δημοσιογράφος

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *