Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ

Ανέκαθεν η ιδέα και η εξερεύνηση του υπερφυσικού και της μεταθανάτιας ζωής αποτελούσαν κέντρα προσοχής της ανθρώπινης περιέργειας. Ο άνθρωπος αγωνιά να δώσει μια εξήγηση, προκειμένου να εξομαλύνει τον φόβο του για το τί τον περιμένει, όταν μεταβεί στον “άλλο κόσμο”. Αλλά, όσο και να προσπαθεί κανείς, αδυνατεί να αποβάλει το μικρόβιο αυτό της εξιχνίασης του αγνώστου καθώς, κατά καιρούς, εκδηλώνονται σημάδια που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του.
Παρακάτω, αναφέρονται διάφορα σημάδια από οντότητες, που αξιοποιούν υλικά αντικείμενα για να σπέρνουν τον απόλυτο τρόμο.

Άναμπελ, η πιο διάσημη κούκλα

Μια από τις 10.000 υπερφυσικές υποθέσεις που έχει εξιχνιάσει η μέντιουμ του Κονέκτικατ, Λορέιν Γουόρεν, με τον αυτοδίδακτο δαιμονολόγο σύζυγο της, Έντουαρτ, είναι αυτή της Άναμπελ. Πρόκειται για μια παιδική κούκλα, η οποία βρίσκεται στο μουσείο αποκρυφισμού της οικογένειας Γουόρεν και όπως είπε η Λορέιν, παρόλο που δεν είναι στοιχειωμένη, χειραγωγείται από απάνθρωπη οντότητα (ο διαχωρισμός υπάρχει καθώς η οντότητα δεν επιθυμεί να παραμείνει προσκολλημένη στο αντικείμενο, αλλά θέλει να καταλάβει έναν ανθρώπινο ξενιστή). Σε μία παρουσίαση, ο Τόνι Σπέρα (παραφυσικός ερευνητής, γαμπρός των Γουόρεν και διάδοχος του έργου τους) δήλωσε πως η κούκλα έχει την ιδιότητα να σκοτώνει ενώ, είναι από τις λίγες υποθέσεις που οι Γουόρεν δεν κατάφεραν να καταπολεμήσουν την οντότητα, αποφασίζοντας απλά να την παγιδέψουν και πως από όλα τα αντικείμενα του μουσείου, η Άναμπελ είναι, ίσως, το αντικείμενο που φοβάται περισσότερο.

Η ιστορία της ξεκινά το 1970, όταν μια 28χρονη νοσοκόμα έλαβε την κούκλα ‘’Raggedy Ann’’ από τη μητέρα της, ως δώρο για τα γενέθλιά της. Από τότε ξεκινά μια σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα στο σπίτι της, στο οποίο συγκατοικούσε. Μετακινήσεις της κούκλας δίχως να την έχει ακουμπήσει κάποιος, περγαμηνές στα πατώματα στα οποία αναγράφεται η φράση “Βοηθήστε με”, χωρίς τα κορίτσια να διέθεταν περγαμηνές και το αποκορύφωμα, ένας φίλος τον κοριτσιών να ξυπνάει ασφυκτιώντας, με τη κούκλα να βρίσκεται δίπλα του και να τον παρατηρεί. Όταν είχαν εξαντλήσει κάθε είδους λογική εξήγηση, τα κορίτσια, σε τρομερή απόγνωση και ανάγκη για βοήθεια, στρέφονται σε μέντιουμ. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας γνώρισαν το πνεύμα της Άνναμπελ Χίγκινς, ενός νεαρού κοριτσιού που πέθανε στο διαμέρισμα τους, σε ηλικία 7 ετών και η οποία ζήτησε να μείνει με τα κορίτσια, γεγονός που, αν και δεν θα έπρεπε, της το επέτρεψαν.

Το περιστατικό κέρδισε το ενδιαφέρον τον Γουόρεν και σύντομα έσπευσαν να απαλλάξουν τα κορίτσι από τη τρομοκρατία της οντότητας. Στη διαδρομή της επιστροφής, μάλιστα, προκειμένου να την καθησυχάσει ο Εντουάρτ, αναγκάστηκε να τη ραντίσει με αγιασμό. Σήμερα, η κούκλα βρίσκεται στο μουσείο, κλεισμένη σε κουτί, με την επιγραφή: “Προσοχή: σίγουρα μην ανοίξετε”, την οποία, όποιος τόλμησε να παραβλέψει, βρέθηκε λίγο αργότερα νεκρός.

Ρόμπερτ

Μια παρόμοια ιστορία, με πιο ισχυρές εκδηλώσεις, είναι αυτή του Ρόμπερτ. Η δικιά του αρχή χρονολογείται το 1900, όταν ο νεαρός Γιουτζίν Ρόμπερτ έλαβε μια χειροποίητη μοναδική κούκλα από έναν υπηρέτη που δούλευε στο σπίτι των γονιών του. Στο σπίτι όπου σφυρηλατήθηκε μια φιλία που κράτησε για όλη του τη ζωή και όχι μόνο.

Ένα βράδυ ο Τζιν, σε ηλικία μόλις 10 χρόνων, ξύπνησε και βρήκε τον Ρόμπερτ να στέκεται στην άκρη του κρεβατιού του και να τον κοιτάζει επίμονα. Λίγα λεπτά αργότερα, το σπίτι πλημμύρησε από τις κραυγές του παιδιού και η μητέρα έσπευσε στο δωμάτιο του, όπου βρήκε τα έπιπλα αναποδογυρισμένα και το παιδί της να κλαίει κουλουριασμένο από τον τρόμο, στο κρεβάτι του, ισχυριζόμενο πως η κούκλα ευθύνεται για την κατάσταση του δωματίου. Κανείς δεν μπορούσε να αποδώσει τις ευθύνες, ούτε στο μικρό παιδί, εξαιτίας της μυϊκής του δύναμης, αλλά ούτε και στο άψυχο αντικείμενο ή τουλάχιστον, όχι τη δεδομένη στιγμή. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, τα ανεκδιήγητα συνεχίστηκαν.

Οι γονείς του Τζιν άκουγαν διαρκώς το παιδί τους να απευθύνει το λόγο στη κούκλα, σαν να είναι άλλος άνθρωπος. Το παράλογο της υπόθεσης, όμως, ήταν ότι πέρα από τον γιο τους, άκουγαν και μια εντελώς διαφορετική φωνή να του απαντά. Αργότερα, μετά τον θάνατο των γονιών του, ο Τζιν συνέχισε να ζει με τον Ρόμπερτ, ο οποίος τον ακολούθησε και στη συζυγική του ζωή. Όταν ο Τζιν αποφάσισε να μένει με τη σύζυγό του, φρόντισε να διασφαλίσει ξεχωριστό δωμάτιο για τον Ρόμπερτ. Η γυναίκα, όμως, δεν ένιωθε ασφάλεια και η παρουσία της κούκλας της προκαλούσε ταραχή, για αυτό και πίεσε τον Τζιν να τον κλειδώσει στη σοφίτα.

Το γεγονός αυτό ήταν που τάραξε την ησυχία της οντότητας. Ύστερα από αυτή την απόφαση, καλεσμένοι του σπιτιού άκουγαν βηματισμούς από τη σοφίτα, με τη συνοδεία σατανικών γέλιων. Τα παιδιά της περιοχής, διαμαρτυρήθηκαν πως η κούκλα τα παρατηρούσε και τα κορόιδευε από το παράθυρο του δωματίου της, καθώς αυτά πήγαιναν σχολείο. Ο Τζιν ακούγοντας τα παράπονα των παιδιών, αποφάσισε να το διερευνήσει, αν και δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να συνέβαινε, μιας και ο Ρόμπερτ ήταν εγκλωβισμένος στη σοφίτα. Προς δική του έκπληξη, όμως, η κούκλα είχε καταφέρει να αποδράσει. Οι προσπάθειες του Τζιν να κάνει τον Ρόμπερτ να παραμείνει στην σοφίτα συνεχίστηκαν, ανεπιτυχώς, ώσπου τον χάρισε, για να τον ξεφορτωθεί μια και καλή. Σήμερα, η ιστορία του Ρόμπερτ έχει κάνει τον γύρο όλου του κόσμου και δέχεται διαρκώς επισκέπτες στο “East Martello Fort”, όπου και διαμένει.


Είτε πρόκειται για εμπεριστατωμένα γεγονότα, είτε για μύθους πλασμένους από την ανθρώπινη φαντασία, ο Τόνι Σπέρα προειδοποιεί: “Ποτέ μην αντιμετωπίζετε πράγματα όπως αυτά, ανάλαφρα, νομίζοντας πως πρόκειται για αστείο”.

Γιάννης Μίτσεφ, Αρθρογράφος

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *