Το κρασί στην αρχαία Ελλάδα φτιαχνόταν με διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που ξέρουμε εμείς σήμερα. Μέχρι να φτάσει στο σημείο να παράγεται σε εργοστάσια, είχε μια πιο παραδοσιακή μέθοδο που με τα χρόνια εξελίχθηκε και διαδόθηκε σε πολλές χώρες.
Πως ξεκίνησε
Η γνωστή σε όλους μας, αμπελουργία, λένε ότι έχει ρίζες από την Ασία. Στη συνέχεια η διαδικασία της παραγωγής επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αρχικά στη Σικελία και στα παράλια της Νοτίου Ιταλίας από Έλληνες έποικους. Αργότερα ακολούθησαν: Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Βρετανία και άλλες χώρες.
Σύμφωνα με κάποιες άλλες πληροφορίες που υπάρχουν, υποστηρίζουν ότι η οινοποιία είχε αναπτυχθεί ήδη στην Αίγυπτο, πριν από το 4000 π.Χ. Μάλιστα, είχαν βρεθεί παραστάσεις σε τοίχους, όπου απεικόνιζαν σκηνές από την αμπελουργική τέχνη και την οινοποιία ή ακόμη και διάφορες ποικιλίες σταφυλιών.
Ωστόσο στην Ελλάδα φημολογείται ότι διαδόθηκε χάρη στον Βάκχο, μετά από ένα ταξίδι του στις Ινδίες. Κάπως έτσι ήρθαν στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου δεν γνώριζαν την τέχνη της οινοποιίας. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα και σχετικές αναφορές σε αρχαία κείμενα, όπως επίσης ευρήματα από σκεύη οικιακής χρήσης, αποθήκευσης, και μεταφοράς του οίνου, που υποδηλώνουν την ύπαρξη του. Δεν έλειπαν φυσικά και οι παραστάσεις σε αμφορείς, πίθους και αγγεία, που πλέον τα συναντάμε σε αρκετά μουσεία.
Η σημαντικότητά του και οι τρόποι διατήρησής του
Οι αρχαίοι ως γνωστόν θεωρούσαν το κρασί άκρως απαραίτητο συνοδευτικό στα γεύματά τους. Αυτό που προκαλεί όμως περισσότερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το έπιναν νερωμένο. Παρόλα αυτά, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί, δηλαδή ήταν συνήθως στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Κάποιες φορές έριχναν μέσα και παγάκια κάνοντάς το πιο εντυπωσιακό.
Χρησιμοποιούσαν τα δροσερά πηγάδια ως ψυγεία, ενώ οι αρκετά εύποροι φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, ώστε να διατηρείται το κρασί και το νερό. Επιπλέον οι αρχαίοι, συχνά έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνι. Ο τρύγος γινόταν με τη συνοδεία αυλού και θύμιζε περισσότερο σε πανηγύρι.
Τα μυστικά του οίνου
Προκειμένου να πετύχει η παραγωγή του οίνου, Τοποθετούσαν τα σταφύλια σε μέρη που να τα βλέπει ο ήλιος, με στόχο να φύγει το νερό που περιείχαν. Ύστερα τα πατούσαν, αφήνοντας μετά το μούστο να βράσει για πέντε ημέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό σημείο. Στη συνέχεια μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, αποθηκεύοντας το σε πιθάρια που, συμπλήρωναν μέσα χώμα. Παρέμενε εκεί μέχρι τον Χειμώνα.
Κάποιοι πιο υπομονετικοί περίμεναν μέχρι την Άνοιξη, για να ωριμάσει περισσότερο. Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Κάτι ακόμη που προκαλεί ενδιαφέρον είναι ότι οι Αθηναίοι άνοιγαν συνήθως τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων και ο κάθε νοικοκύρης, έκανε σπονδή στον θεό του κρασιού και του γλεντιού, Διόνυσο.
Σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού. Βέβαια, στη Ρόδο και στην Κω χρησιμοποιούσαν θαλασσινό νερό, καθώς πίστευαν ότι το κρασί δεν θα προκαλούσε μέθη και θα πρόσφερε καλύτερη χώνεψη.
Είδη κρασιών
Τα είδη κρασιού στην αρχαία Ελλάδα που ξεχώρισαν ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο. Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο και αρκετά χωνευτικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, είχαν μια γλυκιά γεύση, όπου τα έκανε περιζήτητα. Επίσης θεωρούσαν ότι τα παλιά κρασιά είχαν μια ιδιαίτερη γεύση και πιο ήπια.
Ερχόμενοι στο σήμερα
Ανά τα χρόνια η παραγωγή του κρασιού έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν αποτελεί πλέον τέχνη, αλλά επιστήμη. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι: συγκομιδή, σύνθλιψη και πίεση, ζύμωση, διαύγαση, ωρίμανση και εμφιάλωση. Μπορεί να υπάρχουν πολλές μάρκες οίνου που να πωλούνται στο εμπόριο, όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με την παραδοσιακή, σπιτική παραγωγή, που παραμένει μια σταθερή αξία.
Σκάναρε και προχώρησε την έρευνα:
Μάρω Τσαούση, Δημοσιογράφος