Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Η ΔΥΝΑΜΙΤΙΣΜΕΝΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΚΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑΙΒΑΝ

Ιστορική αναδρομή

Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την εκρηκτική σχέση μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν, σε μια κρίση εβδομήντα ετών που, πλέον, κλιμακώνεται επικίνδυνα.

Για να μπορέσουμε, όμως, να προχωρήσουμε στην ανάλυση αυτή, θα πρέπει καταρχάς να γνωρίσουμε τις δύο αυτές χώρες, καθώς και τη σχέση τους μέσα στους αιώνες.

Ας ξεκινήσουμε από την Ταϊβάν, ένα νησιωτικό κράτος έκτασης 36.197 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με περίπου 23,3εκ. κατοίκους και με πρωτεύουσα την Ταϊπέι. Το πολίτευμά της είναι η ημιπροεδρική δημοκρατία, ενώ επίσημη γλώσσα της είναι τα μανδαρινικά.

Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, είναι χώρα της Ανατολικής Ασίας και η δεύτερη με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο μετά την Ινδία, με 1.411.778.724 καταγεγραμένους κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2020. Η έκτασή της είναι 9.596.961 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το πολίτευμά της είναι η Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατία, Μονοκομματικό κράτος και επίσημη γλώσσα είναι τα Κινέζικα.

Η ιστορία αναφέρει πως η Κίνα και η Ταϊβάν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες, ήδη από τον 7ο αιώνα. Κινέζοι ψαράδες και αγρότες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή της Ταϊβάν, η οποία χρησιμοποιούταν ως βάση επιχειρήσεων Κινέζων πειρατών. Ωστόσο, οι οικισμοί που είχαν δημιουργήσει εκεί οι Κινέζοι δεν είχαν κάποιο είδος διοικητικής οργάνωσης. Έπειτα από μια σύντομη περίοδο, από το 1642 μέχρι το 1662, κατά την οποία η Ταϊβάν αποτέλεσε ολλανδική αποικία, το 1683 πέρασε υπό την κυριαρχία της αυτοκρατορικής δυναστείας των Μαντσού, ενός κινεζικού φύλου, προερχόμενου από την βορειοανατολική Ασία, το οποίο και  στην σημερινή εποχή αποτελεί την πέμπτη μεγαλύτερη, πληθυσμιακά, μειονότητα της Κίνας.

Οι Μαντσού αναγνώρισαν την στρατηγική σημασία της Ταϊβάν, κάτι το οποίο συνέβαλε στην ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου με την Δύση. Τα επόμενα χρόνια έγιναν διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην περιοχή, καθώς και κατασκευές σιδηροδρόμων, δρόμων και λιμανιών. Οι εξελίξεις αυτές γέννησαν στους Ταϊβανέζους θετικά συναισθήματα για την Κίνα.

Το 1895, η Ταϊβάν έγινε αποικία της Ιαπωνίας. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε ανάπτυξη στην περιοχή, μέσω της βελτίωσης των υποδομών, της δημιουργίας μιας σύγχρονης οικονομίας και γενικότερα, της καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Η Ιαπωνία προσπάθησε να αφομοιώσει, πολιτισμικά, τον ταϊβανέζικο λαό, υποχρεώνοντάς τους να μάθουν την ιαπωνική γλώσσα και να υιοθετήσουν ιαπωνικά ήθη και έθιμα, αφήνοντας παράλληλα στην άκρη το κινεζικό τους παρελθόν. Το νησί της Ταϊβάν έπαιξε, επιπλέον, σημαντικό ρόλο ως βάση των Ιαπώνων για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, πολλοί Ταϊβανέζοι πολέμησαν στο πλευρό των Ιαπώνων, ακόμα και ενάντια στους Κινέζους.

Η σχέση της Ταϊπέι με το Πεκίνο είναι δυναμιτισμένη για πάνω από έναν αιώνα και για την Ταϊβάν, η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό και τη μεγαλύτερη απειλή για την ύπαρξή της.

Μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος, μόλις από 14 χώρες και δεν έχει γίνει δεκτή ως μέλος σε διεθνείς οργανισμούς, καθώς η Κίνα επιμένει πως αποτελεί επαρχία της και εμποδίζει την ένταξή της, όσο και την αναγνώρισή της.

Πολύ περισσότερες χώρες, όμως, διατηρούν σχέσεις με την Ταϊβάν, μεταξύ των οποίων είναι και οι ΗΠΑ, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για ό,τι αφορά τις επιδιώξεις της σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Σύννεφα πολέμου

Πάμε, λοιπόν, στο σήμερα, όπου τον Αύγουστο του 2022 και με την αφορμή της επίσκεψης της τότε προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, το Πεκίνο προχώρησε σε μπαράζ στρατιωτικών ασκήσεων  απέναντι στην Ταϊπέι, με τη χρήση βαλλιστικών πυραύλων, καταδικάζοντας σφοδρά την επίσκεψη εκείνη.

Η Ταϊβάν απάντησε πως οι ενέργειες αυτές, που ουσιαστικά ανάγκασαν τη διεθνή εμπορική αεροπλοΐα και ναυσιπλοΐα να βρουν εναλλακτικές διαδρομές στη θάλασσα της Νότιας Κίνας, παραβίαζαν την εθνική κυριαρχία της.

Έκτοτε, η ένταση μεταξύ των δύο χωρών είναι διαρκώς κλιμακούμενη.

Η Κίνα επιθυμεί, αρχικά, να επαναφέρει το θέμα της «επανένωσης», δίχως να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα, ξεκινώντας από την ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων.

Είναι άλλωστε σαφές ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας επισκιάζουν μακράν εκείνες της Ταϊβάν, καθώς οι αμυντικές δαπάνες τη Κίνας είναι οι μεγαλύτερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, πλην των ΗΠΑ, ενώ το στρατιωτικό φάσμα των δυνατοτήτων της, από τη ναυτική ηγεμονία έως την πυραυλική τεχνολογία, είναι τεράστιο.

Η Κίνα προφανώς και δε βλέπει θετικά την προσέγγιση Ταϊπέι – Ουάσινγκτον, η οποία, αν και απουσία επίσημων σχέσεων, παρέχει στο νησί ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη.

Ταϊβάν, το μήλον της Έριδος ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του κόσμου.

Ο Τζο Μπάιντεν δεσμεύτηκε για το ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν σε ενδεχόμενη επίθεση από την Κίνα. Ποιος είναι όμως ο λόγος για να σταθούν οι ΗΠΑ απέναντι σε μια άλλη πυρηνική δύναμη, για χάρη ενός νησιού «24 εκατομμυρίων ψυχών», που βρίσκεται 160 χιλιόμετρα ανοιχτά των κινεζικών ακτών;

Ο σκεπτικισμός απέναντι στο ερώτημα αυτό κυριάρχησε και στην Ευρώπη, καθώς ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, υπαινίχθηκε πως η ενδεχόμενη εμπλοκή της Ευρώπης σε κρίσεις που δεν είναι δικές της, μπορεί να αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο για την μακροημέρευσή της.

Κανείς δεν περίμενε, στην πραγματικότητα, την εμπλοκή του Ευρωπαϊκού στρατού σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Οι απόψεις όπως του Μακρόν και δημόσιες τοποθετήσεις Ευρωπαίων ηγετών για τη στάση τους, έδωσαν τη δυνατότητα στο Πεκίνο να «ζυγίσει» το διπλωματικό και οικονομικό ρίσκο μιας ενδεχόμενης επίθεσης.

Τεχνολογική υπεροχή και παγκόσμια αγορά.

Η οικονομία της Ταϊβάν είναι εξαιρετικά σημαντική και η υποψία διατάραξης της ομαλότητάς  της, αναμένεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον πλανήτη.

Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή μεγάλο μέρος του ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμοποιούν καθημερινά εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, από κινητά τηλέφωνα, λάπτοπ, έως εξαρτήματα αυτοκινήτων και βιομηχανικού εξοπλισμού, τροφοδοτείται από τσιπ που κατασκευάζονται στην Ταϊβάν. Πιο συγκεκριμένα, το νησί παράγει πάνω από το 60% των τσιπ του κόσμου και περί το 90% των πιο εξελιγμένων από αυτά.

Μία ταϊβανέζικη εταιρεία μόνο, που κατασκευάζει τσιπ για εμπορικές συσκευές αλλά και στρατούς, κατέχει πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς, με την αξία της να ξεπερνά τα 100 δις δολάρια, το 2021.

Αν τώρα λάβουμε υπόψη την περίπτωση εισβολής, τα εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών ενδέχεται να καταστραφούν ή να περιέλθουν σε κινεζικό έλεγχο, κάτι που, επίσης, θα είχε τεράστιες οικονομικές συνέπειες, καθώς ο έλεγχος της τεράστιας βιομηχανίας των πιο προηγμένων ημιαγωγών στον κόσμο θα έδινε στο Πεκίνο τεράστιο, παγκόσμιο, οικονομικό πλεονέκτημα.

Κλείνοντας, είναι σημαντικό να εστιάσουμε στο ότι η ενδεχόμενη κινεζική κυριαρχία επί της Ταϊβάν, με ή χωρίς τη χρήση στρατιωτικής βίας, θα είχε ευρύτερες συνέπειες, πολιτικές και γεωστρατηγικές, που θα αφορούσαν, αφενός, στο μέλλον της πολιτικής ελευθερίας και το βιοτικό επίπεδο των απλών πολιτών στον κόσμο και αφετέρου, στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων.

Φωτεινή Παπάζογλου, Δημοσιογράφος

Share this!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *