Τέλεση γάμων στη σύγχρονη Ελλάδα
Γάμος είναι η νόμιμη ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας, που γίνεται με τη θέληση και των δύο. Είναι ένας θεσμός, μια συμφωνία, που κάνουν δύο άνθρωποι ότι θα σεβαστούν τους νόμους και τις ηθικές αρχές που διέπουν την ένωσή τους. Η συμφωνία αυτή των συζύγων είναι μια σοβαρή νομική πράξη που γίνεται, μέχρι και σήμερα, με δυο τρόπους:
α) Με θρησκευτικό γάμο, δηλαδή μια θρησκευτική τελετή κατά την οποία η συμφωνία για τον γάμο γίνεται στην εκκλησία, με θρησκευτικό λειτουργό, δηλαδή ιερέα και στον οποίο οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν το ίδιο θρήσκευμα, διαφορετικά ο γάμος θα γίνει δυο φορές, σύμφωνα με το θρήσκευμα κάθε μελλονύμφου.
Β) Με πολιτικό γάμο, δηλαδή μια τελετή κατά την οποία οι μελλόνυμφοι δηλώνουν δημόσια, σε εκπρόσωπο της Πολιτείας π.χ. Δήμαρχο και με την παρουσία μαρτύρων, ότι συμφωνούν να γίνουν σύζυγοι.
Οι νομοθετικές αλλαγές και η έλευση του πολιτικού γάμου στην ελληνική κοινωνία
Στην Ελλάδα, το μοναδικό είδος γάμου το οποίο είχε τη δυνατότητα κάποιος να τελέσει, μέχρι και το 1982, ήταν ο θρησκευτικός. Η τέλεση του πολιτικού γάμου νομιμοποιήθηκε στα μέσα του 1982, με τον νόμο 1250, από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, 200 χρόνια μετά την καθιέρωσή του στη Γαλλία, από τη Γαλλική Επανάσταση.
Έως τότε ίσχυε η υποχρεωτική ιερολογία του θρησκευτικού γάμου, που είχε καθιερωθεί με Νεαρά του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, το 893 μ. Χ..
Αποτέλεσε μία έντονη εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, καθώς επίσης και πράξη συμβιβασμού με την Εκκλησία και αυτό γιατί η ελληνική πολιτεία, με την απόφασή της να δέχεται, ως τότε, μόνο τον θρησκευτικό γάμο, παραβίαζε κατάφορα τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας.
Παράλληλα, είχαν δημιουργηθεί και άλλα αδιέξοδα σε ανθρώπους άλλων θρησκειών, άθεων ή Χριστιανών που επιθυμούσαν να συνάψουν τέταρτο γάμο, καθώς η εκκλησία επιτρέπει μέχρι τρεις.
Δεν ήταν, όμως, το 1982 η πρώτη απόπειρα για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα, καθώς είχε γίνει μια ανάλογη πρόταση στις 10 Μαρτίου του 1926, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωσήφ Κούνδουρο, που απορρίφθηκε από τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Στη συνέχεια, απασχόλησε και τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Αστικού Κώδικα, τη δεκαετία του ’30, χωρίς τελικά να υιοθετηθεί.
Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα έλαβε χώρα στις 18 Ιουλίου του 1982 (έτος θέσπισής του), στο χωριό Φραντάτο της Ικαρίας, μεταξύ της ντόπιας Σταματούλας Πλακίδα και του Δημήτρη Μαύρου από τη Νάξο.
Μέχρι και την αλλαγή του αιώνα κυριαρχούσε, σε συντριπτική πλειοψηφία της τάξεως του 90%, στις προτιμήσεις των Ελλήνων, η τέλεση του θρησκευτικού γάμου έναντι του πολιτικού.
Ξεκίνησε να υπάρχει μια αισθητή διαφοροποίηση στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν το 2012 έγινε η μεγάλη ανατροπή, με την οικονομική κρίση να έχει καθοριστική συμβολή.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), που ανακοινώθηκαν την 1η Αυγούστου του 2013, οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν για πρώτη φορά τους θρησκευτικούς (51,8% έναντι 48,2%).
Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στον πολιτικό γάμο
Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον πολιτικό γάμο ως την ένωση δύο ανθρώπων που θέλουν να σεβαστούν τους νόμους και τις ηθικές αρχές που διέπουν την ένωσή τους και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, με βάση τη θρησκευτική διδασκαλία της.
Αναγνωρίζει, όμως, εκ των πραγμάτων, τη θεσμική ισχύ της πολιτειακής απόφασης και μάλιστα, όταν υπάρξει διαζύγιο πολιτικού γάμου, αναγκάζεται από τον νόμο η Εκκλησία να μετρήσει αυτόν ως ήδη τελεσθέντα.
Στην ουσία, όμως, ο πολιτικός γάμος δεν είναι θρησκευτικό μυστήριο, δεν έχει ιερολογία και δεν ανήκει στην ιερά παράδοση της εκκλησίας.
Ως εκ τούτου, δε γίνεται αποδεκτός από την ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία. Τα ζευγάρια εκείνα που τελούν μόνο πολιτικό γάμο, θεωρούνται αποκομμένα μέλη της Εκκλησίας και τελούν θρησκευτικό γάμο στην πορεία, εφόσον μετανιώσουν και σκέπτονται να επανορθώσουν.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε σύγκλισή της από 19-21 Ιανουαρίου 1982, με απόφαση της, τοποθετήθηκε με τις κάτωθι θέσεις επί του πολιτικού γάμου:
Σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο γάμος είναι μυστήριο και για την κανονική και νόμιμη σύστασή του, απαραίτητο στοιχείο είναι η Ιερολογία του. Άλλου είδους γάμο δεν αναγνωρίζει για τους πιστούς της. Για τον λόγο αυτό, κατά την πίστη της Εκκλησίας, ο πολιτικός γάμος αποτελεί πορνεία και μοιχεία και παραβίαση της δογματικής διδασκαλίας περί Μυστηρίων. Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι ο πολιτικός γάμος δεν μπορεί να θεωρηθεί από την Εκκλησία ως ισόκυρος και ισοδύναμος προς τον θρησκευτικό γάμο των ορθοδόξων.
Εξαιτίας, όμως, εκείνων που υποστηρίζουν ότι είναι άπιστοι και άθεοι, ανέχεται η Εκκλησία τη θέσπιση πολιτικού γάμου, για να μην εμπαίζεται το μέγα μυστήριο του γάμου από ανθρώπους που δεν πιστεύουν στην ιερότητά του και για να εξυπηρετηθούν οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι.
Όσοι Ορθόδοξοι τελούν πολιτικό γάμο, “θέτουν εαυτούς μόνοι των εκτός της Εκκλησίας, εφόσον ευσυνειδήτως και δημόσια απαρνούνται θεμελιώδη της πίστεως επιταγή. Επομένως, μετά λύπης, οι αμετανόητοι εμμένοντες στην απιστία αυτή, αποκόπτονται από την Εκκλησία και εξαιτίας δικής τους υπαιτιότητας, από την ευλογία και τις ευχές της εκκλησίας”.
Όσοι τελούν πολιτικό γάμο δείχνουν έμπρακτα και δημόσια ότι δε σέβονται και δεν ευλαβούνται ένα από τα επτά ιερά Μυστήρια, άρα δε λογίζονται τέκνα της Εκκλησίας. Δηλαδή, αποκόπτονται μόνοι τους από το ιερό Σώμα Της. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, η Ιερά Σύνοδος δεν μπορεί να κάνει «χάρη» να αναγνωρίζει ως πιστούς χριστιανούς, όσους δεν είναι.
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι κανονικά και σύμφωνα με τις εντολές των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, όσοι τελούν πολιτικό γάμο είναι σαν να συζούν μέσα στην προγαμιαία σχέση, που για την Ορθόδοξο Εκκλησία, παραμένει αμάρτημα.
Επίσης, όσοι τελούν μόνο πολιτικό γάμο, δε μπορούν να γίνουν ανάδοχοι σε μυστήριο βαπτίσεως ή κουμπάροι σε γάμο. Επιπροσθέτως και σοβαρότερο όλων, είναι ότι δε θάβονται με θρησκευτική κηδεία, εφόσον δεν μετανοήσουν για την πράξη τους αυτή.
Συνεπώς, δεν υπάρχει η δυνατότητα αποσπασματικής επιλογής. Ή γίνονται αποδεκτές όλες οι θρησκευτικές επιταγές, αναφορικά με τον γάμο ή όχι.
Η Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία είναι σαφής απέναντι σε όσους πολίτες θέλουν να επιλέξουν τον πολιτικό γάμο έναντι του θρησκευτικού. Είναι, λοιπόν, στο χέρι του κάθε Έλληνα, να ασπαστεί ή όχι τους θρησκευτικούς περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Κλείνοντας, δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη τοποθέτηση επί του θέματος, από το γνωμικό που προέρχεται από τα χείλη του αρχαίου Έλληνα νομοθέτη και φιλόσοφου Σόλωνα(630-560 π.Χ) και λέει: «Το θείον και οι νόμοι, ευ μεν αγόντων, εισίν ωφέλιμοι, κακώς δε αγόντων ουδέν ωφελούσιν» δηλαδή, όταν η θρησκεία και οι νόμοι εφαρμόζονται σωστά, είναι ωφέλιμοι, αλλά όταν εφαρμόζονται λάθος δεν έχουν καμιά ωφέλεια.
Φωτεινή Παπάζογλου, Δημοσιογράφος